Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Προέλευσις καί σχέσις τῶν ὀνομάτων Ἰλλυριός, Μακεδών, Ἡρακλῆς, Κάρανος καί Κάδμος

alt



Ε΄ EΠΑΛΗΘΕΥΣΙΣ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Ο Ιλλυριός ως ενεργός μορφή τού Μακεδόνος
3η Λεξαριθμική ισότης - 3ον Υπόδειγμα μελέτης
Ηρακλής πρόγονος Καρ(ρ)άνου
Κάρ(ρ)ανος πρόγονος του Κάδμου
Μακεδών ο Ιλλυριός (Μακεδών=ο Ιλλυριός=920)
Ηρακλής, Κάρ(ρ)ανος, Κάδμος, Μακεδών ομογενείς




Ε΄, ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΣ


ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ …………………………….
Ιλλυριός ως ενεργός μορφή τού Μακεδόνος ………………


3η Λεξαριθμική ισότης - 3ον Υπόδειγμα μελέτης ……………..


Ηρακλής, Κάρ(ρ)ανος, Κάδμος και Μακεδών ήσαν ομογενείς …………………………………………………………..
ζ΄ Ετυμολογικαί διερευνήσεις ………………………………….


Το όνομα Ιλλυριός ………………………………………………………..


η΄ Ετυμολογικαί διερευνήσεις …………………………………


Το όνομα Κάδμος ………………………………………………………..


Αναγωγή τού «κάδμος» εις τον αρχικόν τύπον ……………………….


Συσχέτισις και συνέπεια των δύο ετυμολογιών ………….


Η ηπειρωτική καταγωγή τού Κάδμου ………………………..


Η γνωμονική ακολουθία τού 335 (=Κάδμος) …………………………..


Η γνωμονική ακολουθία τού 405 (=ο Κάδμος) ………………………..


Πορίσματα εκ της 1ης γνωμονικής ακολουθίας ..….…….


Πορίσματα εκ της 2ας γνωμονικής ακολουθίας ………….


Γενεαλογικοί πρόγονοι των Μακεδόνων …………………..


Ιστορική Θέσις …………………………………………………………….


Σχόλιον …………………………………………………………………….


Το γενεαλογικόν δένδρον τού γενάρχου Μακεδόνος(διάγραμμα) ………………………


Κατά την Ελληνικήν Μυθολογίαν, οι Ιλλυριοί ωνομάσθησαν ούτως από τού επωνύμου ήρωος και υιού τού Κάδμου και της Αρμονίας, Ιλλυριού (κατά μίαν εκδοχήν):
1) Ο Κάδμος και η σύζυγός του Αρμονία εγκατέλειψαν τας Θήβας - όπου προηγουμένως είχε κτίσει τα Καδμήια Τείχη - υπό μορφήν όφεων και εγκατεστάθησαν εις την Ιλλυρίαν, όπου εβασίλευσον και απέθανον.
ï Ο τάφος των εδεικνύετο κατά την ιστορικήν εποχήν.
[βλέπε: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, Κάδμος].

2) Άλλη παραλλαγή φέρει τον Κάδμον και την Αρμονίαν ν’ ανήκουν από την αρχήν εις τους Ιλλυριούς (άρα το όνομα προϋπήρχε), τους οποίους αυτός ωδήγησε εναντίον ελληνικών πόλεων [βλέπε: ομοίως].
3) Και άλλη παραλλαγή - φέρεται μεταγενεστέρα (τών λογίων) - ήτις ανάγεται οπωσδήποτε εις πολύ παλαιοτέραν εποχήν - φέρει τον Ιλλυριόν ως υιόν τού κύκλωπος Πολυφήμου και της Νηρηίδος Γαλατείας.
[Βλέπε: ομοίως].

Και διά την Γαλάτειαν αναφέρονται δύο τουλάχιστον μυθολογικαί παραλλαγαί:
I. Ητο θυγάτηρ τού Νηρέως και της Δωρίδος (Ησίοδος), λατρευομένη (Σικελικοί Μύθοι περί τού Πολυφήμου) εν Σικελία.
II. Ήτο θυγάτηρ τού Ευρυτίου και σύζυγος του Πανδίονος Λάμπρου εκ Φαιστού [βλέπε: ομοίως].

Επίσης και διά τον Γαλάτην, επώνυμον ήρωα των Γαλατών (τών Γάλλων), υπάρχουν τουλάχιστον τρεις μυθολογικαί παραλλαγαί:
1. Ητο υιός τού κύκλωπος Πολυφήμου και της Γαλατείας και, επομένως, αδελφός τού Ιλλυριού [βλέπε: ανωτέρω].
2. Ήτο υιός τού Ηρακλέους και αγνώστου μητρός.
3. Ήτο υιός τού Απόλλωνος (Ευστάθιος).
[βλέπε: ομοίως].

Η Ιλλυρία μνημονεύεται αρκετάς φοράς εν τή πεντατόμω Ελληνική Μυθολογία:
[βλέπε: Ελληνική Μυθολογία, έκδοσις Εκδοτικής Αθηνών].

· Ως τόπος διαμονής τών Αμαζόνων [2, 345].
· Ως τόπος κατακτήσεων των Αμαζόνων [2, 346].
· Ως τόπος καταφυγής τού Κάδμου και της συζύγου του Αρμονίας [βλέπε ανωτέρω]:
* Ο Κάδμος κατέφυγε εις ένα τόπον, όπου έμειναν οι Εγχελείς. Οι τελευταίοι ήσαν εις πόλεμον μετά τών Ιλλυριών (άρα το όνομα Ιλλυριοί προϋπήρχε), είς χρησμός δε έλεγεν ότι εάν οι Εγχελείς ωδηγούντο υπό τού Κάδμου, θα ενίκων τους Ιλλυριούς, όπερ και εγένετο.
Εκεί ως βασιλεύς εγέννησε το έκτον τέκνον του, τον Ιλλυριόν. Τα άλλα (επίσης εκ τής Αρμονίας) ήσαν: Ο Πολύδωρος, η Σεμέλη (η μήτηρ τού Διονύσου), η Ινώ, η Αγαύη και η Αυτονόη [3, 71].
· Ως τόπος διελεύσεως της Ιούς, εν ταις περιπλανήσαις της, κυνηγημένης από τον οίστρον (την βοϊδόμυγαν).
Εκεί φέρεται (ο Κάδμος) ότι ενυμφεύθη (εν τή Ιλλυρία, δηλαδή) [3, 168].
· Εις τον μύθον τής Παλλήνης, νύμφης περιζητήτου: Πολλοί μνηστήρες την εζήτουν εις γάμον εκ τής Θράκης και της Ιλλυρίας…[3, 353]:
* Η Παλλήνη ήτο θυγάτηρ τού Σίθωνος, υιού τού Ποσειδώνος και της Όσσης, βασιλέως δε τών Οδομάντων. Την Παλλήνην απέκτησεν εκ τής Νύμφης Μενδηίδος.
· Εις τους άθλους τού Ηρακλέους (Τα Μήλα τών Εσπερίδων), ότε ο Ηρακλής διήλθε την Ιλλυρίαν, βαίνων προς τον Ιριδανόν ποταμόν [4, 69].
· Εν τή Αργοναυτική Εκστρατεία, κατά την οποίαν οι Κόλχοι εκυνήγουν την Αργώ εξ αιτίας τής αρπαγής τού Χρυσομάλλου Δέρατος. Εις την καταδίωξιν παρενέβη η θεά Ήρα.
Οι Κόλχοι εγκατεστάθησαν τελικώς εις τας Αψυρτίδας νήσους και εις τας ιλλυρικάς ακτάς [4, 165].
* Εις τα παράλια της Ιλλυρίας κατώκουν οι Υλλείς, βασιλεύς τών οποίων ήτο ο Ύλλος, υιός τού Ηρακλέους και της Νύμφης Μελίτης [4, 165].
· Εις την καταστροφήν τών Θηβών (Πόλεμος Επιγόνων, Θηβαϊκά Έπή):
* Οι Θηβαίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα των. Μέρος αυτών κατέφυγεν εις τους Εγχελείς και εις τους Ιλλυριούς, γνωστούς εις αυτούς από τον μύθον τού Κάδμου και της Αρμονίας [4, 232].
· Εις τα σχόλια των συντακτών τής Ελληνικής Μυθολογίας (εκδόσεως Εκδοτικής Αθηνών):
Þ «… Οι περιγραφόμενες μετακινήσεις τών Θηβαίων μέσα στον χώρο τής Βοιωτίας , της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπως και η επιστροφή τους, αργότερα, στη Θήβα τού Θερσάνδρου, είναι μνήμες από την καταγωγή και ιστορική πορεία τών Βοιωτών προς την ιστορική τους εγκατάσταση στον ιστορικό χώρο τής Βοιωτίας κατά τα μεταμυκηναϊκά χρόνια. Ιδιαίτερα οι πολλαπλές σχέσεις τών Θηβαίων με τους Εγχελείς και τους Ιλλυριούς τής Ηπείρου - από τής εποχής τού Κάδμου - σημαδεύουν την συνείδηση ότι οι - Ινδοευρωπαίοι βέβαια και όχι Σημίτες - Φοίνικες της Θήβας μαζί με τους επίσης Ινδοευρωπαίους Φοίνικες της Ηπείρου αποτελούσαν μίαν εθνικήν ενότητα» [4, 233].

Σημείωσις
Είναι η πρώτη φορά κατά την οποίαν εις έν βιβλίον μεγάλης κυκλοφορίας (όπως είναι η Ελληνική Μυθολογία, έκδοσις Εκδοτικής Αθηνών) και από ακαδημαϊκά πρόσωπα «τολμείται» η αποσύνδεσις των Φοινίκων εκ τής «σημιτικής φυλής» και η ένταξίς των εις κλάδον ινδοευρωπαϊκόν με τελικόν τόπον διαμονής και δραστηριότητος την Ελληνικήν Ήπειρον.
[τέλος σημειώσεως].

· Εν τή Οδυσσεία (Λωτοφάγοι):
* «Τους Λωτοφάγους τους εντοπίζουν στα βόρεια παράλια της Αφρικής (Λιβύης, εν τή Ελληνική Γλώσση) … Μερικές αρχαίες πηγές τους εντοπίζουν στην Σικελία ή στην Ιλλυρία ή και έξω από το Γιβραλτάρ» (Στήλαι τού Ηρακλέους) [5, 254].

· Εις τον γυρισμόν τού Ιδομονέως:
* «Όταν τον έδιωξαν (τον Ιδομονέα) από την Κρήτην (από την πόλιν Βλάνδαν), βρέθηκε με τον στόλο του πρώτα στην Ιλλυρία, όπου τον υποδέχτηκε φιλικά ο βασιληάς Διβίτιος» [5, 322].

· Εν τώ Τρωϊκώ Πολέμω:
* « Ο Ελεφήνορας, υιός τού Χαλκώδοντα και αργηγός τών Αβάντων τής Ευβοίας είχε σκοτωθεί στην Τροία. Οι σύντροφοι συνέχισαν τον πόλεμοως τοτέλος … στον γυρισμό η τρικυμία τους ξεστράτισε, τους έφερε στο Ιόνιο Πέλαγος και τους έρριξε στα βράχια τής Ιλλυρίας …[5, 328].
· Εν τώ Τρωϊκώ Πολέμω, επίσης:
* «Στον πόλεμο της Τροίας οι Παφλαγόνες είχαν έρθει ως σύμμαχοι του Πριάμου από την Ενετία, μια περιοχή τής Παφλαγονίας. Όταν τον αρχηγό τους τον Πολυμαίνη τον σκοτώνει ο Μενέλαος, συνεχίζουν τον πόλεμο ως το τέλος, καθώς όμως γυρίζουν στην πατρίδα τους , βρίσκονται σε μια πολιτική μεταβολή και αναγκάζονται να ξενιτευτούν. Διαλέγουν λοιπόν σαν αρχηγούς τους τον Αντήνορα και τους γιούς του, μια και ο δικός τους είχε σκοτωθεί, περνούν τον Ελλήσποντο, διασχίζουν την Θράκη και την Ιλλυρία και ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση φτάνουν στον μυχό τού Αδριατικού Κόλπου» (την σημερινήν Βενετίαν - από το «Ενετία») [5, 339].
Εκ τών τριών παραλλαγών, αναφορικώς με το κύριον όνομα Ιλλυριός ή Ιλλύριος, η τρίτη (υπ’ αριθ. 3).) - όπως και ρητώς αναφέρεται υπό της «Ελληνικής Μυθολογίας» - είναι η παλαιοτέρα. Αυτό συνεπάγεται ότι το κύριον όνομα προϋπήρχε και δεν συνδέεται γενεαλογικώς με τον Κάδμον. Άλλωστε το γεγονός αυτό επιβεβαιούται και από το νεώτερον γενεαλογικόν δένδρον τών Θηβών, εκ του οποίου το όνομα Ιλλυριός απουσιάζει, ενώ τα κύρια ονόματα τών πέντε τέκνων τού Κάδμου υφίστανται:

alt

Ο Ιλλυριός, ως το 6ον τέκνον τού Κάδμου και της Αρμονίας, γεννηθείς εν Ιλλυρία μετά την αποχώρησιν από τας Θήβας ή την εγκατάλειψιν των Θηβών και υπό μορφήν όφεων, πιθανώς συνεδέθη με τον Κάδμον, ίνα δικαιολογηθούν αι σχέσεις του μετά τών Εγχελέων (κατοίκων τής Ιλλυρίας) και των Ιλλυριών.
Λαμβάνων, ακολούθως, την 3ην παραλλαγήν [βλέπε: ανωτέρω] κατά την οποίαν ο Ιλλυριός ήτο υιός τού κύκλωπος Πολυφήμου και της Νηρηίδος Γαλατείας, δύναμαι να ισχυρισθώ ότι το όνομα Ιλλυριός υπήρχε από πολύ παλαιοτέραν εποχήν (1300 π.Χ τουλάχιστον, Οδύσσεια):
· Και ο κύκλωψ Πολύφημος και η Νηρηίς Γαλάτεια ανάγονται οπωσδήποτε εις παμπαλαίαν εποχήν - πάντοτε κατά την Ελληνικήν Μυθολογίαν - δηλαδή ανάγονται εις εποχήν αμέσως μετά την Τιτανομαχίαν.
Αλλά και το όνομα Δωρίς είναι παμπάλαιον (πρώτη παραλλαγή διά το γενεαλογικόν δένδρον τής Γαλατείας):
· Το Δωρίς συνδέεται με τους Δωριείς καθώς και με την ομώνυμον χώραν τής Κεντρικής Ελλάδος.
· Η πληροφορία τού Λουκιανού ότι το όνομα Δωρίς προϋπήρχε και δεν εδόθη από τους κατελθόντας Δωριείς (ανάγνωσε «επιστρέφοντας»), έρχεται να επικυρώση την διατυπωθείσαν θέσιν μου (από δεκαετίας) ότι «κάθοδος σημαίνει επιστροφήν», και ότι, δηλαδή, οι Δωριείς επέστρεφον εις την πατρώαν γην (Πελεπόννησον).
ï Επομένως, ο Ιλλυριός συνεδέθη αργότερον μετά τού Κάδμου και εξ αιτίας τής Αρμονίας, κόρης τού Άρεως και της Αφροδίτης:
Ο Άρης φέρεται ως θεός τού πολέμου, αλλά τού αλόγου πολέμου, τού πολέμου, όστις διενεργείται μόνον διά τών ενστίκτων και απουσία τής λογικής (τού λόγου).
Þ Ως γνωστόν ο Άρης αντιπαρατίθεται προς την θεάν Αθηνάν, την έλλογον πολεμικήν θεάν, αφού πάντοτε η Αθηνά ενίκει τον Άρην.
Η Αφροδίτη, από το άλλο μέρος, η γηίνη βεβαίως και όχι η ουρανία, αντιπροσωπεύει τον γήινον έρωτα, την κινητήριον και ελκτικήν δύναμιν των ετεροφύλων όντων.


Η άλογος, επομένως, πολεμική ορμή (πόλεμος πάντων πατήρ) μεταξύ δύο ετεροφύλων όντων, αλλά και η επιθυμία, η επιταγή τής Φύσεως προς διαιώνισιν των όντων (γήινοςέρως) απαιτεί μίαν συναρμόζουσαν δύναμιν, ήτις θα εξομαλύνη την καταστροφικήν ορμήν προς ικανοποίησιν του νόμου τής Φύσεως διά την ανανέωσιν των ειδών.


Ο Άρης διά τού πολέμου καταστρέφει τα ετερόφυλα είδη, παρεμποδίζει και διακόπτει την εξελικτικήν πορείαν τών εμβίων όντων.
Ομοίως και διά τον άλογον έρωτα. Ο έρως, ο μή ελέγξιμος, οδηγεί εις εκφυλισμόν (αφροδίσια νοσήματα) και επομένως εις άρσιν τής φυσικής εξελίξεως των όντων.
Τέλος, η αρμονία παρεμβαίνει, ελέγχει ελλόγως τας φθοροποιάς δυνάμεις, τας ημερεύει, τας εξομαλύνει και τας συναρμόζει αρμονικώς, εξασφαλίζουσα ούτω την διάρκειαν και την συνέχειαν των όντων.
Μία τοιαύτη δύναμις πληρούται μόνον από την αρμονίαν, όπως η σημασία τού ονόματος (τής λέξεως) έχει διαμορφωθή εν τή Ελληνική Γλώσση:
Þ αρμονία: η αρμόζουσα και συναρμόζουσα, αρθρούσα και συναρθρούσα, εναρμονίζουσα και συναρμονίζουσα δύναμις μεταξύ δύο τουλάχιστον ετεροφύλων μερών (ανοργάνων ή οργανικών, εμψύχων ή αψύχων, αλόγων ή ελλόγων) προς επίτευξιν της αρίστης λειτουργικότητος του συστήματος και της εξασφαλίσεως της διαρκείας και συνεχείας αυτού.

ζ΄ Ετυμολογικαί διερευνήσεις

Το όνομα Ιλλυριός
Ως ελέχθη, το όνομα δεν έχει ετυμολογηθή. Τα κάτωθι όμως αποδεκτά στοιχεία δύνανται να ορίσουν μίαν βάσιν ετυμολογικής διερευνήσεως:
1) Η ακουστική και οπτική σχέσις τού κυρίου ονόματος Ιλλυριός με το όνομα (λέξιν) λύρα και τα σχετιζόμενα προς αυτό μετά του ιδίου θέματος, όπως:άλυρος (ο στερούμενος λύρας, μή συνοδευόμενος υπό λύρας, πένθιμος), λυραοιδός ή λυράοιδος ή λυρωδός (ο άδων προς λύραν, ο συνοδεύων το άσμα του διά λύρας, ο τραγουδιστής συνοδεία λύρας), λυρίζω (παίζω την λύραν), λυρικός (ο αναφερόμενος ή ανήκων εις την λύραν, ο παίζων συνοδεία λύρας, ο ποιητής), λύριον και λυρίς (υποκουριστικά τού λύρα), υπολύριος (ο υπό την λύραν), αντίλυρος ( ο εν αρμονία προς την λύραν , ο ανταποκρινόμενος προς την λύραν), αυτόλυρος (ο συνοδεύων μόνος δια της λύρας το άσμα του), λυριστής ή λυρίστρια (ο παίζων ή η παίζουσα την λύραν), λύρισμα ήλυρισμός (το λυρίζειν, παίζειν την λύραν), λυρόδμητος (ο δια της λύρας οικοδομηθείς, επί των Θηβών), λυροποιϊκή ή λυροποιητική ή λυροποιία (εννοείται τέχνη, η τέχνη τού κατασκευάζειν λύρας), λυροποιός (ο ποιών, κατασκευάζων λύρας), λυροφοίνιξ (είδος λύρας), κ.α.,
2) η συζυγική σχέσις τού φερωνύμου Ιλλυριού μετά της Αρμονίας, προσωποποιούσης την αρμονίαν,
3) η έκφρασις της μουσικής δι’ ενός εκ των κυρίων μουσικών οργάνων- αν όχι του κυριωτέρου (άλλα όργανα: σύριγξ, αυλός, φόρμιγξ, άρπα, κιθάρα, κ.α.), και
4) η σχέσις τού Κάδμου, πατρός τού Ιλλυριού, μετά των Εγχελέων - τού τελευταίου ως κυρίου ονόματος, δυναμένου ν’ αναχθή εις το όνομα (λέξιν) χέλιον(το όστρακον της χελώνης, όπερ εχρησιμοποιείτο διά την κατασκευήν τής λύρας), ταυτιζομένου εννοιολογικώς με την λύραν.
Η ετυμολογική διερεύνησις αρχίζει με την αποδοχήν τής δυνατότητος υπάρξεως δύο διακεκριμένων συστατικών εν τώ κυρίω ονόματι Ιλλυριός, τού ιλ καιλύριος, όπως εις τα ά-λυρος (α στερητικόν), υπό-λυρος (υπό, πρόθεσις), αντί-λυρος (αντί, πρόθεσις).
Το δεύτερον συστατικόν δεν υφίσταται βεβαίως, δύναται εν τούτοις να υποτεθή, να γίνη αποδεκτόν και να σημαίνει τον αναφερόμενον εις την λύραν: το λυρίς, υπό την παρούσαν έννοιαν και διερεύνησιν, δύναται να σχετισθή με το Ιλλυρίς ï ιλ-λυρίς (η καταγομένη γυνή εξ Ιλλυρίας). Επίσης το λυρικόν(ουδέτερον του λυρικός) δύναται να σχετισθή με το Ιλλυρικόν ï ιλ-λυρικόν (π.χ., ιλλυρικόν έθνος ή τα των Ιλλυριών).
Το πρώτον συστατικόν, ιλ, δεν υφίσταται εν τή Ελληνική Γλώσση, ούτε φαίνεται - εκ πρώτης όψεως - να προέρχεται διά μετασχηματισμού εξ ενός υπάρχοντος ελληνικού μορίου.
Επί παραδείγματι, το ελ δεν υφίσταται μεν ως αυτόνομον μόριον, παράγεται όμως εκ του μετασχηματισμού τού εν εις ελ και εις λέξεις (ονόματα), αίτινες αρχίζουν από λ:
ν→λ
εν, λόγος → ένλογος → έλλογος (ο εν λόγω ών, εν λογική ών, λογικός).

ν→λ
εν, λοβός → ένλοβος → έλλοβος (ο εν λοβώ ών, π.χ. ελλεβόκαρπος).

ν→λ
εν λείψις → ένλειψις → έλλειψις (η εν λείψει ούσα, η κατάστασις τού ελλείπειν).

* Η ύπαρξις λοιπόν του διπλού «λ» εις το Ιλλυριός (και τα συναφή του, Ιλλυρικός, Ιλλυρίς, Ιλλυρία, κλπ.) δύναται να δικαιολογηθή εκ της συνθέσεως δύο λέξεων και ενός εν συνεχεία νομίμου μετασχηματισμού, δηλαδή των ιλ και λύρα (λύριος) και του μετασχηματισμού τού συμφώνου ν εις λ:

ν→λ
εν λύρα → εν + λύριος → ενλύριος → ελλύριος (ο εν λύρα ών).

Το ελλύριος πρέπει να ήτο το αρχικόν όνομα διά την εν συνεχεία και υπό συνθήκας παραγωγήν τού κυρίου ονόματος Ιλλυριός. Πώς όμως έγινε αυτό;
Είναι δεδομένον ότι εις πολλάς διαλέκτους τής Ελληνικής Γλώσσης, όπως εις την αρκαδικήν, κυπριακήν, κρητικήν, η συνήθης μορφή τής προθέσεως εν- και εν συνθέτοις - φέρεται ως ιμ και κυρίως ως ιν :

ινάρετος → ενάρετος [κυπριακή διάλεκτος (διάλ.)].
ίνδικον → ένδικον (αρκαδική (αρκαδ.) διάλεκτος, επιγραφή (επιγρ. Τεγέας).
ινδικάζω → ενδικάζω (αρκαδική διάλεκτος).
ινμεμφής → ιμμεμφής Õ ενμεμφής (αρκαδ. διάλεκτος, επιγρ. Μαντινείας).
ιναλίνω → εναλίνω (κυπριακή διάλεκτος), εγγράφω, εγχαράττω.
ίναντι → έναντι (κρητική διάλεκτος).
ίντυβος → έντυβος (αντίδιον).
ιντυβολάχανον → εντυβολάχανον (λάχανον αντιδίου).
ίν(F)οικος → ένοικος (αρκαδική διάλεκτος).
ινφορβέω → ενφορβέω, φυλακίζω λόγω παρανόμου βοσκήσεως.
ινφορβισμός → ενφορβισμός, παράνομος βοσκή.

ίμπασις →έμπασις (αρκαδ. διάλ, επιγρ. Τεγέας), κατέχειν εν ξένω δήμω.
ιμπλατία → εμπλατία (αρκαδική διάλεκτος, επιγραφή Τεγέας), πλακούς.
ιμπολά → εμπολά Õ ενπολά (αρκαδ. διάλεκτος, επιγρ. Τεγέας), εμπόρευμα.
ιμπόλης → εμπόληςÕ ενπόλης (αρκαδ. διάλ., επιγρ. Τεγέας), έμπορος.

Εν τή Ελληνική Γλώσση η μετατροπή τού ιν ή ιμ, και εν συνθέτοις λέξεσι, εις ιλ, δεν είναι βεβαία. Όσαι εκ των συναντωμένων συνθέτων λέξεων περιλαμβάνουν εν τή αρχή των δύο «λ» (το δεύτερον «λ» ανήκει εις την δευτέραν λέξιν), δεν αναφέρεται καμμία παραγωγή εκ της προθέσεως ιν ή ιμ μετά μετασχηματισμού των εις ιλ:

→ ιλλάζω (δεσμεύω, συστρέφω, αγελάζω, Ησύχ.) δεν ανάγεται πουθενά.
ιλλαίνω (βλέπω διαστρόφως, αλλοιθωρίζω, είμαι ή γίνομαι διάστροφος ή αλλοίθωρος) δεν ανάγεται πουθενά.
ιλλαίνομαι (ως αποθετικόν), μέσος τύπος τού ιλλαίνω.
ιλλάς [ίλλω ή είλλω] (εξ ιμάντων πεπλεγμένος δεσμός, σχοινίον εξ ιμάντων).

Σημείωσις
Το όνομα όμως παραβάλλεται με το ελλεδανός [είλλω] (δεσμός δι’ ού εδένοντο τα δράγματα των θεριζομένων σπαρτών, αείποτε κατά πληθυντικόν, ελλεδανοί).
ιλλίζω (ρίπτω πλάγιον βλέμμα , στραβοκυττάζω, κάμνω νεύμα διά των οφθαλμών, διανεύω, γνεύω) [επιλλίζω και ιλλώπτω].
ιλλίς (στρεβλή, διεστραμμένη, θηλ. τού ιλλός)
ιλλός [ίλλω] (αλλοίθωρος, στραβός).
ίλλος [ίλλω] (οφθαλμός, εν τή ιάδι ή ιωνική διαλέκτω].
ίλλοψ [λέξις επινοηθείσα προς εξήγησιν του ομηρικού έλλοψ: ίλλω, όψ (οφθαλμός)].
ίλλω (περιστρέφω, συστρέφω,) \ επί των οφθαλμών, βλέπω εκ του πλαγίου, στραβοκυττάζω, αλλοιθωρίζω, σχετίζεται με το είλλω ή είλω):
είλω [ειλέω, ίλλω, είλλω] (συνειλώ, συνελαύνω εντός μικράς περιφερείας, (λατ., conglobare) \ απλώς συλλέγω, αθροίζω \ παθ., συστέλλομαι, μαζεύομαι, περιφέρομαι (λατ., versari) \ παθ., περιστρέφομαι).
ιλλώδης [είδος] (διάστοφος).
ιλλωπέω, ιλλωπίζω, ιλλώπτω, ιλλώπω, ιλλωπέω [ιλλίζω] (ιλλωπείν ή ιλλωπίζειν ï σκαρδαμυκτείν γαρ το σκαίρειν και μύειν τους οφθαλμούς, το πυκνώς βλεφαρίζειν, στραβίζειν, παραβλέπειν [από των ίλλων, τών οφθαλμών)].
ίλλωσις (διαστροφή, π.χ., διαστροφή τών οφθαλμών).


Σημείωσις
· Το ίλλωσις δύναται να γίνη ίλλη ή ίλλα (ίλη, συστροφή), κατά το σχήματα και ανά ζεύγη: έλκωσις ï έλξις, ελίκωσις ï ελίκη, αξίωσις ï αξία, όγκωσις ï όγκη, άπλωσις ï άπλα, ρίζωσις ï ρίζα, ξάνθωσις ï ξάνθη, μελάνωσις ï μελάνη, γόμωσις ï γόμα, κοίλωσις ï κοίλη, κλπ.
Εις τα σχήματα αυτά η πρώτη μορφή είναι παραγομένη, είναι εικών τής δευτέρας και αρχετύπου μορφής και αντιπροσωπεύει την ενέργειαν της δευτέρας μορφής. Εν τώ ορίω δύνανται και να ταυτίζωνται εννοιολογικώς.
Ούτω εξηγείται το γεγονός ότι το ίλη συναντάται και ως ίλλη (εν τώ πληθυντικώ, συστροφαί, δεσμοί), αναγόμενον εις τα ίλλω, είλλω και ειλύω.
· Το ελλεδανός συναντάται και ως ιλεδανός. Το δ(α)νός θεωρείται κατάληξις, επιτείνον την σημασίαν τού πρώτου συνθετικού, όπως εις το σχήμα: μακ(ε), δ(α)νος ï μακεδανός, μακεδνός, Μακεδνός (Μακεδών).
Αφού οι δύο τύποι είναι διαλεκτικοί (κατά την κλασικήν ετυμολογίαν), δύνανται και να ταυτισθούν εννοιολογικώς. Αυτό όμως συνεπάγεται την ισοδυναμίαν τών ελλε και ιλε. Ο διπλασιασμός τού «λ» εν τώ πρώτω τύπω δύναται να εξηγηθή εκ της βραχύτητος του ε, ενώ η μακρότης τού ι εν τώ δευτέρω τύπω δεν απαιτεί αυτόν τον διπλασιασμόν (η μακρότης τον εξασφαλίζει).
Η ισοδυναμία τών δύο τύπων επιτρέπει να δεχθούμε την δυνατότητα αμοιβαίας μετατροπής τών ελλ και ιλλ (το ι τώρα λαμβάνεται ως βραχύ). Αυτό ακολούθως οδηγεί εις την παραδοχήν ότι έχει υπάρξει τύπος ελλός με την σημασίαν τού ιλλός (διάστροφος, αλλοίθωρος, κλπ.). Το ιλλός όμως ανάγεται εις το ρήμα ίλλω (ή είλλω ή ειλύω ή είλω ή ειλέω), και αυτό τελικώς εις την ρίζαν (F)(α,ε)λ, κατά την κλασικήν ετυμολογίαν.
Αυτή η ισοδυναμία δύναται ν’ αμισβητήση την εξ’ αρχής ύπαρξιν των δύο «λ» εις τας παρατιθεμένας άνω λέξεις, αίτινες εν τή παρούση περιπτώσει πρέπει να θεωρούνται απλαί και όχι σύνθετοι.
Η μετατροπή τής προθέσεως εν εις ελ και εις λέξεις αρχομένας από λ εξετέθη προηγουμένως και είναι συνήθης εν τή Ελληνική Γλώσση. Τώρα εδώ τίθεται έν νέον πρόβλημα, ο διπλασιασμός τού λ, εις λέξεις αρχομένας επίσης από λ, όπου όμως η προϋπαρξις της προθέσεως εν δεν είναι βεβαία ή δεν διαφαίνεται ευκρινώς. Επομένως απαιτούνται δύο πράγματα, το έν είναι η εντόπισις του προτιθεμένου μορίου, το δε άλλο η εύρεσις της λέξεως , ήτις πρέπει ν’ αρχίζη από λ και να είναι αυτόνομος.
Όλαι αι ανωτέρω λέξεις (ονόματα και ρήματα) σχετίζονται με το ανορθοδόξως βλέπειν, το μή ορθώς βλέπειν. Υφίσταται εν ρήμα, το λάω, όπερ σημαίνειβλέπω. Μάλιστα αυτό περιείχε το δίγαμμα F και επομένως ανάγεται κατά την κλασικήν ετυμολογίαν εις την ρίζαν λαF. Αλλά κατά την Λεξαριθμικήν Θεωρίαν, τή χρήσει τού φαινομένου τού αναγραμματισμού, αι δύο ρίζαι F(α,ε)λ και λ(α,ε)Fείναι ισοδύναμοι:

αναγρ., α⇔ε
λ(α,ε)F F(α,ε)λ

Η πρώτη κίνησις είναι από την αριστεράν προς την δεξιάν, αφού η μεν πρώτη παράγει απλάς λέξεις (ονόματα και ρήματα), η δε δευτέρα παράγει και συνθέτους:

λ(α,ε)F → λάω (βλέπω), λαός (ο βλέπων)
F(α,ε)λ → είλω (συνειλώ, συνελαύνω εντός μικράς περιφερείας, ειλέω), είλαρ (έρκος, φραγμός, σκέπη, φυλακή, ασφάλεια), ουλαμός, ίλη ή είλη ή ίλα(πλήθος, ομάς ανθρώπων), όμιλος, είλλω, ίλλω, ίλλος, ιλλός, κλπ.

Το μοναδικόν διασωζόμενον όνομα με πρόταξιν μορίου (τού στερητικόυ α) είναι το αλαός (ο μή βλέπων).
Είναι όμως δεδομένον ότι το στερητικόν α λαμβάνει γενικώς ν (υφίστανται και μικραί εξαιρέσεις, ως εν τή παρούση) εν συνθέσει μετά λέξεων αρχομένων από φωνήεν:
αν-αίτιος, (αίτιος, αιτία), αν-ώδυνος (ωδύνη), αλλά, α-έκων (ο παρά την θέλησίν του ποιών τι, εκών), ά-ελπτος αντί ανάελπτος (έλπω: κάμνω τινά να ελπίζη, έλπομαι, ελπίζω, ελπίς), ά-εργος (ο μή εργαζόμενος, ενώ υπάρχει εργασία, ράθυμος, τεμπέλης), κ.α.
Είναι επίσης δεδομένον ότι το στερητικόν α είναι η συντετμημένη μορφή τού αν ή αν(α).
Επομένως ο τύπος α(ν)λαός είναι περισσότερον αποδεκτός, η δε παραγωγή τών συνθέτων λέξεων δύναται να είναι η ακόλουθος:
α→ι ν→λ
αν, λάω → ιν, λάω → ινλάω → ιλλάω → ίλλω (π.χ., ειλέω και ίλλω).

α→ι ν→λ
αν, λαός → ιν, λαός → ινλαός και ίνλαος → ιλλ(α)ός και ίλλ(α)ος → ίλλος και ιλλός, κλπ.

Το ακανθώδες πρόβλημα εδώ είναι ο μετασχηματισμός τού στερητικού μορίου α(ν) εις ι(ν), όστις μετασχηματισμός δεν συναντάται εν τή Ελληνική Γλώσση.

Παρατήρησις
Θα ηδύνατο κανείς να χρησιμοποιήση την πρόθεσιν ανά εν τή ποιητική μορφή αναί (π.χ., αναι-βαίνω) - όπως συμβαίνει και με την πρόθεσιν κατά(καταί, καται-βαίνω) - και εν αναγραμματισμώ, ή να υποθέση την προϋπαρξιν του τύπου αιν, ως αρχικής μορφής τού στερητικού α(ν):

ι αναγρ. α(ν)
ανά → αναί → αιν(α) αι(ν) }
ι(ν)


[Τέλος παρατηρήσεως]

Τέλος, θεωρώ δεδομένον ότι η αρχική μορφή τής προθέσεως εν, εν τή Ελληνική Γώσση, ήτο ειν - αν και η μορφή αυτή φέρεται να έχει χρησιμοποιηθή εν επικοίς και λυρικοίς χωρίοις - τού γεγονότος αυτού δικαιολογούντος την ύπάρξιν της μορφής ιν εις μερικάς των διαλέκτων τής Ελληνικής Γλώσσης, αίτινες ανεφέρθησαν ανωτέρω και μετά παραδειγμάτων (αρκαδικήν, κρητικήν και κυπριακήν διάλεκτον). Εδώ λοιπόν το ανωτέρω υποθετικόν σχήμα δια το στερητικόν αν (αιν ï αν, ιν) είναι πραγματικότης:

εν
ειν }
ιν

Παραδείγματα
εινάκις αντί ενάκις (εννέα φοράς).
εινάλιος αντί ενάλιος ï ο εν αλί (θαλάσση) ών (θαλάσσιος).
ειναλίφοιτος (εν, αλί, φοιτών) αντί εναλίφοιτος ï ο εν τή αλί (θαλάσση) φοιτών, ζών ή υπάρχων.
είνατος αντί ένατος.
εινάτερες αντί ενάτερες ï αι σύζυγοι των αρρένων αδελφών.
είνεκα αντί ένεκα.
εινόδιος αντί ενόδιος (εν, οδός) ï ο εν τή οδώ ών ή υπάρχων.

Εν συνεχεία, προς ενίσχυσιν ή και επιβεβαίωσιν των ανωτέρω αναλύσεων, ας παρακολουθήσουμε τας μετατροπάς ή τους μετασχηματισμούς τού στερητικού αιν και της προθέσεως ειν εν τή λατινική γλώσση:


Ελληνική λατινική
αιν α, αν, αν(α), νη ιν, (ιλ)
ειν εν, ιν, ιμ, ιν, ιμ, (ιλ)


Παραδείγματα
Το στερητικόν α(ι)ν → ιν (αν) (αρνητικώς),→ in (εν) (θετικώς)
injustus(in, justus) ïάδικος (α, δίκαιος) ⇒ αρνητική σημασία.
inamatus (in, amatio) ïαν-έραστος (εν, έρως) ⇒ αρνητική σημασία.
ιnanimal (in, anima) ïάψυχος (α, ψυχή) ⇒ αρνητική σημασία.
αλλά,
inauratus (in, aureus) ένχρυσος (εν, χρυσός) ⇒ θετική σημασία
incanto (in, canto) ενάδω (εν, άδω) Þ θετική σημασία.
incarno (in, carno) ενσαρκόω (εν, σαρκόω) ⇒ θετική σημασία.
incassus (in, cassus) έγκενος (εν, κενός) ⇒ θετική σημασία.

Η πρόθεσις ε(ι)ν Õim(αν) (αρνητικώς), Õim(εν) (θετικώς)
imbellis (in, bellum) ïαπόλεμος (α, πόλεμος) ⇒ αρνητική σημασία.
imberbis (in, barba) ïαγένειος (α, γένειον) ⇒ αρνητική σημασία.
immaturus (im, maturus)ïανώριμος (αν, ώριμος) ⇒ αρνητική σημασία.
αλλά,
immadidus (im, mador) ïένυγρος (εν, βροχή) ⇒ θετική σημασία.
imputo (im, puto) ï ελλογίζομαι (εν, λογίζομαι ⇒ θετική σημασία.
imcubo (im, cubo) ïεγκοιμώμαι (εν, κοιμώμαι) ⇒ θετικήσημασία.

Το στερητικόν αινÕινÕιλ (αν) (αρνητικώς), ÕinÕil(εν) (θετικώς)
illaboratus (il, labor) ï ανέργαστος (αν, εργασία) ⇒ αρνητική σημασία.
illiberalis (il, liberalis)ï ανελεύθερος (αν, ελεύθερος) ⇒ αρνητική σημασία.
illimitatus(il, limes) ï ανόριος (αν, όριον) ⇒ αρνητική σημασία.
αλλά,
illacrimo (il, lacrima) ï ενδακρύω (εν δάκρυμα) ⇒ θετική σημασία.
illapsus(il, lapso) ïεμπίπτω (εν, πίπτω) ⇒ θετική σημασία.
illatebro (il, latebra) ïενγκρύπτω (εν, κρύπτη) ⇒ θετική σημασία.

Συμπεράσματα
* Η αρχική μορφή (φερομένη συνήθως ως επική ή λυρική) τού στερητικού α(ν) ήτο αιν.
Το αιν διασπάται ή μετασχηματίζεται εις τας υπομορφάς αν και ιν, εκ των οποίων μόνον το αν διετήρησε την αρνητικήν (στερητικήν) της σημασίαν εν τή Ελληνική Γλώσση. Το ιν, ως αρνητική (στερητική) μορφή, διετηρήθη εν τη λατινική γλώσση, ως εδείχθη ανωτέρω, η οποία πρέπει να πέρασε εις την Κάτω Ιταλίαν και εις τας νήσους της από τους παμπαλαίους Αρκάδας.
Αυτό το ιν μετεσχηματίσθη εις ιλ εις λατινικάς λέξεις αρχομένας από λ, όπως εδείχθη ανωτέρω, μετ’ αμφοτέρων τών σημασιών, και της αρνητικής (στερητικής) και της θετικής.
Αλλά και εν τή Ελληνική Γλώσση απεδείχθη ανωτέρω ότι υφίστατο αυτός ο ματασχηματισμός.

αν, στερητική μορφή εν τή Ελληνική Γλώσση.
αιν } ιν, στερητική μορφή εν τή λατινική γλώσση.
ιλ, αρνητική μορφή εν τή Ελληνική καθώς και εν τή λατινική.

* Η αρχική μορφή (φερομένη επίσης ως επική ή λυρική) τής προθέσεως εν ήτο ειν.
Το ειν διασπάται ή μετασχηματίζεται εις τας υπομορφάς εν και ιν, ένθα τώρα και αι δύο διετήρησαν την θετικήν σημασίαν εν τή Ελληνική Γλώσση, ως εδείχθη ανωτέρω.
Το ιν, ως ισοδύναμος τύπος τού εν, διετήρησε την θετικήν σημασίαν και εν τή λατινική γλώσση.
Το ιν διεμόρφωσε εν τή λατινική γλώσση και αρνητικήν σημασίαν, ως ανωτέρω εδείχθη διά των παραδειγμάτων.
Το ιν, επίσης, διεμόρφωσε εν τή λατινική γλώσση και θετικήν σημασίαν, ως εδείχθη ανωτέρω διά των παραδειγμάτων.

εν, θετική μορφή
ειν } ιν, θετική μορφή εν τή Ελληνική καθώς και εν τή λατινική.
ιλ, αρνητική μορφή εν τή λατινική καθώς και εν τή Ελληνική.

* Η αρνητική (στερητική) σημασία τόσον τού ιν όσον και του ιλ, εν τή λατινική γλώσση, προέρχεται από το στερητικόν μόριον αιν.
* Η αρνητική σημασία το ιλ, εν τή Ελληνική Γλώσση, προέρχεται, ομοίως, από το στερητικόν μόριον αιν.
* Η θετική σημασία τόσον τού ιν όσον και του ιλ, εν τή λατινική γλώσση, προέρχεται από την πρόθεσιν ειν.
¨ Η αρνητική σημασία του ιν και του ιλ διεμορφώθη από τους Αρκάδας, πρώτον εν Αρκαδία, κατόπιν εν Ιλλυρία (Βορείω Ηπείρω) και αργότερον εν τή Μεγάλη Ελλάδι. Ούτω παρελήφθη από τους Λατίνους και αργότερον από τους Ρωμαίους.
Ύστερα από την προηγηθείσαν ανάλυσιν καταλήγω εις την ετυμολογίαν τού κυρίου ονόματος Ιλλυριός, τού επωνύμου τών Ιλλυριών, ως εξής:
I. Το όνομα συντίθεται από την πρόθεσιν εν και το όνομα λύριος (ο ανήκων ή αναφερόμενος εις την λύραν).
II. Η αρχική μορφή, επομένως, τού ονόματος - ως ελέχθη και κατά την αρχήν τής παρουσης διερευνήσεως - ήτο ενλύριος (ο εν λύρα ών).
III. Το όνομα μετεσχηματίσθη εις ελλύριος.
IV. Οι Αρκάδες εν Αρκαδία και κατόπιν ως έποικοι (ή και άποικοι) εν Ιλλυρία και Μεγάλη Ελλάδι διεμόρφωσαν την προφοράν ή την μορφήν ιλλυριός, διά μετατροπής τού ελ εις ιλ.
V. Ούτω παρελήφθη από τους Ιλλυριούς, τους Λατίνους και τους Ρωμαίους.
VI. Το όνομα εδόθη από τους άλλους Έλληνας (Αρκάδας, Αργείτας) εις τους ανθρώπους, επίσης Αρκάδας ή Αργείτας, οίτινες εσχετίζοντο γενικώς με την λύραν ή τας λύρας.
VII.Αργότερον, εν τή Ελληνική Μυθολογία, αυτοί οι Έλληνες με την ιδιαιτέραν ενασχόλησιν, απέκτησαν και τον γενάρχην των, τον Ιλλυριόν. Η μετάθεσις του τόνου εν τή παραληγούση είναι σύνηθες φαινόμενον εν τή Ελληνική Γλώσση, προκειμένου ν’ αντιδιασταλή ο διάσημος άνθρωπος (π.χ., γενάρχης) από τον απλούν άνθρωπον, από τον οποίον έλαβε και το όνομά του (π.χ., ξανθός και Ξάνθος, αργός και Άργος, κ.α.).

Η διαλεκτική τού ονόματος απεικονίζεται εν τώ κατωτέρω διαγράμματι:

ν→λ λ→ιλ
εν, λύριος → ενλύριος → ελλύριος → ιλλύριος ⇒ λυράρης ⇒ Ιλλυριός

* Ιλλυριός ⇒ ο εν λύρα ή διά της λύρας ών ή υπάρχων ή ζών.

Ιδιαιτέρως, εάν διά την πρόθεσιν εν ληφθή «η διά του οργάνου» σημασία, αναφερομένη εις τας συνθέσεις της μετ’ επιθέτων, τότε το ιλλύριος σημαίνει τον άνθρωπον τον ενασχολούμενον με την λύραν, την λυροποιίαν (κατασκευήν λυρών), το λύρισμα (παίξιμον της λύρας), την λυρικήν ή το λυρίζειν (άδειν συνοδεία λύρας), τον λυράρην ή λυριτζήν.

Πόρισμα
Τόσον το όνομα (ως παραγόμενον εξ ελληνικών ριζών και λέξεων), όσον και οι φερώνυμοι Ιλλυριοί ήσαν Έλληνες, με αρχικήν κοιτίδα την Αρκαδίαν, ακολουθως δε το Άργος, την Βόρειον Ήπειρον (Ιλλυρίαν) και την Κάτω Ιταλίαν (Μεγάλην Ελλάδα) [βλεπε: και προηγουμένη σελίς].
Παρατήρησις
Κάποιος θα παρετήρει ότι, εκ των δύο σημασιών τού ιλ, αρνητικήν (στερητικήν) (μόριον αιν), και θετικήν (πρόθεσις ειν), χρησιμοποιώ την θετικήν μόνον, εκ της οποίας εξάγω και την ετυμολογίαν τού Ιλλυριός.
⇒ Παλαιότερον, εν τή τριμηνιαία εκδόσει «Ευρω Ελλάς» (φ.3ον), όπου είχον εξετάσει επί τροχάδην την ετυμολογίαν τού ονόματος μαζί με άλλα εθνικά ονόματα, κατέληξα εις την αρνητικήν σημασίαν:

Ιλλυριός (αν, λύριος) ⇒ ο στερούμενος λύρας, άλυρος, άμουσος.

Αλλά η σχέσις τών Ιλλυριών και του γενάρχου των Ιλλυριού μετά των Εγχελέων της Ηπείρου (Ιλλυρίας), όπως επίσης και η συζυγική σχέσις αυτού μετά της Αρμονίας, οδηγούν, νομίζω, εις το να δεχθούμε την θετικήν σημασίαν.
Εις το όνομα εγχελεύς, η ύπαρξις της προθέσεως εν είναι εμφανεστάτη και μοναδική (αποκλείουσα την ύπαρξιν αρνητικού ή στερητικού μορίου):
ν→γ
εν, χελεύς → ενχελεύς → εγχελεύς ⇒ο εν χελεί ή ο διά χελέως ών ή ζών.

[χελεύς, χέλυον, χέλυς ï λύρα, διότι το χέλυς, δηλαδή το όστρακον της χελώνης, εχρησιμοποιήθη, κατά την Ελληνικήν Μυθολογίαν, υπό του Ερμού διά την κατασκευήν τής πρώτης επταχόρδου λύρας, όστις ενέτεινε και εστερέωσε καταλλήλους χορδάς επ’ αυτού].

Σημείωσις
Κατά την Ελληνικήν Μυθολογίαν, οι Εγχελείς ή Εγχελέαι ή Εγχέλεες ή Εγχέλειοι κατώκουν εν τή Ιλλυρία, ηγεμονεύοντο υπό των απογόνων τού Κάδμου και είχον ως γενάρχην των τον Εγχελέα, υιόν τού Ιλλυριού. 

Είχεν ως αδελφούς τον Αυταριέα, τον Δάρδανον (γενάρχην τών Δαρδάνων) , τον Μαίδον, τον Ταύλαντα και τον Περραιβόν (γενάρχην τών Περραιβών).
Ο Ιλλυριός, όπως ελέχθη και προηγουμένως, φέρεται και ως υιός τού Πολυφήμου και της Γαλάτης (γενάρχισσα των Γαλατών ή Γάλλων). Αδελφοί του ήσαν ο Κελτός (γενάρχης τών Κελτών) και ο Γαύλος.
Εικάζεται, άνευ ουδεμίας αναλύσεως, ότι το Εγχελεύς αναφέρεται εις ή παράγεται από το έγχελυς (χέλιον, χέλι). Η συγγένεια όμως των Εγχελέων μετά των Ιλλυριών (μυθολογικώς και ιστορικώς) - λαμβανομένης υπ’ όψιν και της εξαχθείσης ετυμολογίας διά τα ιλλύριος και Ιλλυριός - δεν αφήνει ουδέν περιθώρειον αμφιβολίας ότι το όνομα παράγεται από το χέλυς ή χέλυον (το όστρακον της χελώνης - σημαίνοντος και την λύραν):

εν, χέλυς → ένχελυς → έγχελυς → εγχελεύς ⇒ Εγχελεύς, ή
εν, χελεύς (χέλυς ή χέλυον) ï ενχελεύς →εγχελεύς ⇒ Εγχελεύς.
Σύγκρινον και την μετάθεσιν του τόνου εις τα ονόματα, τόσον εν τώ ενικώ όσον και εν τώ πληθυντικώ:
Ιλλύριος ⇒ Ιλλυριός Ιλλύριοι ⇒ Ιλλυριοί
Εγχέλυς ⇒ Εγχελεύς Εγχέλυες ⇒ Εγχελείς

Εξέτασον: χελύκλονος (χέλυς, κλονέω)⇒ο αντηχών εκ του οστράκου χελώνης.
χελυοσσόος ή χελυσσόος (χέλυς, σείω) ⇒ο κρούων την λύραν.
[τέλος σημειώσεως].


η΄ Ετυμολογικαί διερευνήσεις

Το όνομα Κάδμος


Η χρησιμοποίησις της Αρμονίας, κόρης τών θεών Άρεως και Αφροδίτης, ως προσωποποιούσης την αρμονίαν, ήτο απαραίτητος διά την αρμονικήν σύνδεσιν τού παλαιού, κατηστραμένου και αμαρτωλού (κατά την Ελληνικήν Μυθολογίαν) ελληνικού κόσμου μετά του νέου, τού διηθημένου, λόγω μεγάλων και συνεχών γεωλογικών καταστροφών.
Ο παλαιός ωδηγείτο εις αφανισμόν (ο άλογος Άρης), ο νέος εις αγριότητα και εκφυλισμόν (η άλογος Αφροδίτη). Εχρειάζετο λοιπόν είς κρίκος συνδέσεως και συναρμόσεως, όστις ευρέθη ή επενοήθη ή εφηρμόσθη εν τώ προσώπω, μεμονωμένω ή συλλογικώ, τού ήρωος Κάδμου.
⇒ Εν τή Ελληνική Μυθολογία (Έκδοσις Εκδοτικής Αθηνών) φέρεται ως μεσογειακός ήρως, γενικώς, και ως προς μεν την μορφήν του είναι ανατολικής προελεύσεως (κατάγεται ή προέρχεται δηλαδή από την Ανατολήν), ως προς δε το περιεχόμενόν του βοιωτικός (συνυφάνθη εν Βοιωτία).
Ο Κάδμος συνδέεται αμέσως με την κτίσιν ή ίδρυσιν των Θηβών και εμμέσως με την κτίσιν ή ίδρυσιν πολλών πόλεων εν τώ ευρυτέρω ελληνικώ κόσμω [ηπειρωτική Ελλάς, νησιωτική Ελλάς, υπόλοιπος Ευρώπη, Ασία και Λιβύη (Αφρική)] καθώς και με την ίδρυσιν θεσμών και καθιερώσεων ή αφιερώσεων εις θεούς.
[βλέπε: Ελληνική Μυθολογία, Έκδοσις Εκδοτικής Αθηνών, [3, 69]].

Εν τώ βιβλίω μου «Η Γλώσσα τών Γλωσσών, Η Λεξαριθμική Θεωρία» έχω δείξει ότι ο Κάδμος τής Μυθολογίας δεν ίδρυσε αλλά επανίδρυσε τας Θήβας (κατόπιν ληφθέντος χρησμού εκ τού Μαντείου τών Δελφών), αίτινες είχον καταστραφή εις το παρελθόν.
Αλλά και ο Όμηρος μνημονεύει τον Κάδμον, όχι όμως ως ιδρυτήν τών Θηβών, αφού κατ’ αυτόν οι δίδυμοι αδελφοί Αμφίων και Ζήθος είχον ιδρύσει αυτάς, ομού μετά των τειχών της, τών τελευταίων τή βοηθεία τής μουσικής. Κατά τον Όμηρον ο ήρως δεν τοποθετείται εν ωρισμένω γεωγραφικώ χώρω.
Αλλά και κατά τους σχολιαστάς τής Ελληνικής Μυθολογίας [Έκδοσις Εκδοτικής] η ίδρυσις των Θηβών υπό τού Κάδμου δεν θεωρείται βεβαία, αλλά σημειούται το ενδεχόμενον ότι αυτός έκτισε (επανέκτισε, βεβαίως: ιδικόν μου σχόλιον) μόνον τα τείχη της, (επομένως ο σχετικός χώρος τής ερειπωμένης πόλεως προϋπήρχε).
Αλλά διατί οι Έλληνες Μυθολόγοι συνέδεσαν την Αρμονίαν (υπό την ανωτέρω έννοιαν) μετά τού Κάδμου; Και διατί κατά τον γάμον των εν Θήβαις παρέστησαν όλοι οι θεοί, κατελθόντες εκ τού Ολύμπου;

Σημείωσις
Ετέρα τοιαύτη περίπτωσις συναντάται και εις τους γάμους τού Πηλέα μετά της θεάς Θέτιδος.
[τέλος σημειώσεως].

Αφού η Αρμονία, ως ελέχθη ανωτέρω, είναι η συναρμόζουσα τα ετερόφυλα πράγματα δύναμις, ο Κάδμος - και ό,τι το όνομα σημαίνει ή φέρει - θα πρέπει να ευρίσκεται εν αρμονία μετά της συζύγου του Αρμονίας (τού οντολογικού και σημασιολογικού περιεχομένου της).
⇒ Η κίνησις βεβαίως είναι εκ τού Κάδμου προς την Αρμονίαν, δηλαδή πρώτον διεμορφώθη το περιεχόμενον του ήρωος Κάδμου και κατόπιν συνεδέθη αυτός μετά της Αρμονίας προς μυθοποίησιν.

Σημείωσις
Η ετυμολογία (το έτυμον, η εύρεσις της φύσεως μιάς λέξεως) του ονόματος «Κάδμος» παραμένει και σήμερον σκοτεινή, εξ αυτού δε τού γεγονότος αλλά και εκ τής σκοπίμου συνδέσεώς του μετά τής ασιατικής Φοινίκης, εν τώ λεξικώ τής Ελληνικής Γλώσσης τού Κωνσταντινίδη (μετάφρασιν γενικώς εκ τού αντιστοίχου τών Liddell και Scott), το όνομα εικάζεται ότι είναι «σημιτικής» προελεύσεως, σημαίνει δε «τον άνθρωπον εξ Ανατολών» (εκ τής «σημιτικής λέξεως» qedem, Ανατολή).
⇒ Ας σημειωθή ότι τοιαύτη ερμηνεία ή εικασία ή ενδεχόμενον δεν υπάρχει εν τώ πρωτοτύπω λεξικώ τών Liddell και Scott.
Το λεξικόν τού Κωνσταντινίδη δεν είναι άμοιρον παρεμβάσεων και σχεδιασμών με σκοπόν να υπενθυμίζεται διαρκώς και να επιτυγχάνεται συνειρμικώς ότι πολλαί έννοιαι, πολλαί σημαντικαί λέξεις [ονόματα (απλά και κύρια) και ρήματα] καθώς και πολλοί θεοί, ήρωες, και ακολούθως ολόκληρος ο πολιτισμός τών Ελλήνων ανάγονται εις τους ανυπάρκτους «Σημίτας», ταυτιζομένους τελικώς μετά τών Εβραίων.
[τέλος σημειώσεως].

Το όνομα «κάδμος» δύναται ν’ αναλυθή ως κάτωθι:
κάδμος → κα(τά)δ(ά)μος→ κατάδαμος → κατάδημος → κατά + δήμος
καταδαμάζω: δαμάζω εντελώς.

⇒ Κάδμος → κατάδημος: ο καταδαμάζων, ο ημερεύων, ο εξομαλύνων τελείως αντιτιθέμενα και ετερόφυλα στοιχεία με στόχον την ένταξίν των εις αρμονικόν σύνολον (δήμος).

Απαιτούνται αι κάτωθι διευκρινήσεις και αναλύσεις:
Το «κα» είναι συγκεκομμένος τύπος, αντιπροσωπεύων την προθεσιν «κατά» εν τώ επικώ τύπω κυρίως, αλλά και εν διαλέκτοις, όπως εν δωρική, λακωνική, αρκαδική, κρητική και κυπριακή:
καταβαίνων → καβαίνων, δωρικώς.
κατάπετον → κάπετον, δωρικώς.
Συνήθως το «τ» της προθέσεως «κατά» μετατρέπεται εις το αρχικόν σύμφωνον της ακολουθουμένης λέξεως:
· καταβαλλικός ïκαββαλλικός, λακωνικώς (ο δυνάμενος να καταβάλη τον αντίπαλόν του). Καββαλική: η τέχνη τού παλαιστού.
καταβασία → καββασία
κατέβαλε → κάββαλε, αρκαδικώς (και κάζελε).
καταβαίνων → καββαίνων.
καταβάς → καββάς.
· καταδηλέομαι → καδδαλέομαι (μετατροπή τού α εις η).
κατεδραθέτην → καδδραθέτην, γ΄ δυϊκός βαθμός αορίστου β΄ τού καταδαρθάνω.
κατά δύναμιν → καδδύναμιν.
καταδύσαι → καδδύσαι.
· κατά κεφαλής → κακκεφαλής.
κατακείοντες → κακκείοντες.
· κατά μεν → κάμμεν.
καταμίξας → καμμίξας καταμείγνυμι).
κατάμορος → κάμμορος (ο κακήν έχων μοίραν, κακόμοιρος).
κατάμορος → κάσμορος ï κάμμορος (μετατροπή τού σ εις μ).
καταμονίη → καμμονή (επιμονή, σταθερότης, αντοχή).
· κατά νόμον → καν νόμον.
· κατά πεδίον →καπ πεδίον.

Σημείωσις
Προ τού «στ» ή «σχ» τής ακολουθουμένης λέξεως, η δευτέρα συλλαβή «τα» τής προθέσεως «κατά» εξαφανίζεται:
[τέλος σημειώσεως].
·
καταστορνύσα ï καστορνύσα.
· κατάσχεθε → κάσχεθε.

* Η πρόσθεσις ή παρεμβολή τού «α» μεταξύ τών συμφώνων δ και μ δικαιολογείται εκ τών κάτωθι ισοδυνάμων τύπων:
δαματήρ → δματήρ ή δμητήρ (δαμαστής, εκ τού δαμάζω).
δαμητός → δμητός (δαμασθείς, εκ τού δαμάζω).
δαμώς → δμώς (δούλος, δαμασμένος, εκ τού δαμάζω).
δαμώη → δμώη (δούλη, δαμασμένη, εκ τού δαμάζω).
δάμασις ή δάμησις ïδμάσις ή δμήσις (η ενέργεια του δαμάζειν, ημέρωσις, καθυπόταξις).
δαμωή → δμωή (δούλη ληφθείσα εν πολέμω, αιχμαλωτισθείσα /δούλη, υπηρέτρια, θεράπαινα, εκ τού δαμάζω).
δαμωιάς → δμωιάς , δμωή.
δαμώιος → δμώιος (δουλικός, εκ τού δαμάζω).
άδαμος → άδμος (αδάμαστος, εκ τού δαμάζω και του στερητικού «α»).
αδαμής ή αδάμης ïαδμής (αδάμαστος, εκ τού δαμάζω και του στερητικού «α»).
αδάματος → άδμητος (αδάμαστος, εκ τού δαμάζω και του στερητικού «α»).
* Η σημασία τού «δάμος» δύναται (και είναι) να είναι ο δωρικός τύπος τού «δήμος».
⇒ Και σήμερον ακόμη η ετυμολογία τού «δήμος» παραμένει αβέβαιος [βλεπε: λεξικά Liddell και Scott, Κωνσταντινίδη, Σταματάκου), αν και εν τώ δευτέρω μνημονεύεται η ρίζα δαμ (εξ αυτής παράγεται το ρήμα δαμάζω) μετ’ επιφυλάξεως (λατ. dom-mus, αγγλ. team, κλπ.).

Η αρχική σημασία τού «δήμος» αναφέρεται εις διαμερίσματα της υπαίθρου εν αντιδιαστολή προς το «πόλις»:

· Βοιωτοί μάλα πίανα δήμον έχοντες (Όμηρος, Ιλιάς).
· Λυκίης εν πίονι δήμω (Όμηρος, Οδύσσεια).
· Λαοί ανά δήμον (Όμηρος, Οδύσσεια).
[μάλα: μάλον, πίανα: παχύν, πίονι: παχεί].

Εξ αυτών τών (φράσεων) προκύπτει ότι το «δήμος» αρχικώς είχε τοπικήν σημασίαν, αναφερομένην εις εύφορον και καλλιεργήσιμον γην, ήτις ηδύνατο να συγκεντρώση περί και εντός αυτής ανθρώπους (αγρότας, καλλιεργητάς), δυναμένους να επιβιώσουν και να ζήσουν εν αρμονία μετά δεσμών φιλίας και αμοιβαίου συμφέροντος.
Αι άλλαι σημασίαι [ο λαός, ο όχλος, το πλήθος, η δημοκρατουμένη Πολιτεία, η Εκκλησία τού Δήμου, οι Δήμοι : υποδιαίρεσις των φυλών (ιωνικώς), κώμαι (δωρικώς), κ.α.] είναι μεταγενέστεραι, ως επεκτάσεις της αρχικής σημασίας, κινούμεναι και ανήκουσαι πάντοτε εν αυτή.

Το «δήμος» λοιπόν, ιδιαιτέρως δε το «δάμος» (δωριστί), κατέχει φυσικήν σημασίαν, έλαβε το σημασιολογικόν περιεχόμενόν του κατ’ ευθείαν εκ τής Φύσεως, αυτή δε η κίνησις αποτελεί και το έτυμόν του (την ετυμολογίαν του):

⇒ Το στοιχείον Δ (δέλτα) διεμόρφωσε το γεωμετρικόν σχήμα του και ήντλησε την δύναμίν του κατ’ ευθείαν εκ τής Φύσεως:

Η δύναμις και ορμή τού ποταμού ελαττούνται εν τώ Δέλτα του, όπου δημιουργείται κατά φύσιν το σχήμα του:


alt






Ενώ όμως η δύναμις τού ποταμού μειούται κατά τας εκβολάς του, συγχρόνως με την παρασυρομένην ιλύν, περιέχουσαν όλα τα θρεπτικά συστατικά δι’ ανάπτυξιν φυτών, όμως δημιουργεί τας καταλλήλους γαίας (εύφορον γην) δι’ έλξιν και συνάθροισιν ανθρώπων, δημιουργεί δήμον.
Άρα ο δήμος δημιουργεί τας προϋποθέσεις προς ανάπτυξιν αγροτικής ζωής (δήμον αγροτών), κατόπιν κοινωνικής ζωής (δήμος ατόμων εν αρμονία) και εν συνεχεία πολιτικής ζωής (δήμος, εκκλησία τού δήμου).

Δάμος ή δήμος είναι:
⇒ Ο δαμάζων και συναρμόζων ομοειδή ετερόγνωμα στοιχεία (οργανικά, άτομα, πόλεις, κοινωνίας, κράτη, συνασπισμούς) εις έν ενιαίον αρμονικόν σύνολον.

Αναγωγή τού «κάδμος» εις τον αρχικόν τύπον
Ως ελέχθη ανωτέρω, η δευτέρα συλλαβή «τα» της προθέσεως «κατά» εκόβετο εις μερικάς διαλέκτους αλλά περισσότερον εις τον επικόν λόγον.

Παραδείγματα
κάβασι → κατάβαθι (λακωνικώς).
καβέτας →κατα(ι)βέτας (τίτλος τού Διός εν Λακωνία).

Επίσης ελέχθη ότι το «τ» της αυτής προθέσεως «κατά» μετετρέπετο εις ή καθίστατο όμοιον ή ταυτόσημον μετά του αρχικού γράμματος (συμφώνου) τής μετ’ αυτής συντιθεμένης λέξεως (ρήματος, ονόματος).
Þ Το «κατ» μετατρέπεται εις κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, και κάτ προ τών γ, δ, κ, μ, ν, π (ή φ), ρ, τ (ή θ):

Παραδείγματα
κατά γόνυ → καγγόνυ (τ→γ).
κατά δε → καδδέ (τ→δ).
κατά κεφαλήν → κακκεφαλήν (κ→τα).
κατά πεδίον → καππεδίον (τ→π).
κατά ρόον Þκαρρόον (τ→ρ).

Αφορμήν διά την παρούσαν αναγωγικήν ανακάλυψιν του αρχικού τύπου τού ονόματος «κάδμος» έδωσε ο έτερος τύπος, κάσσμος, ευρεθείς επί βάζου τού Rhegium, αναγνωσθείς εν τώ έργω τού Rosher «Λεξικόν τής Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας».
[βλέπε: Λεξικόν των Liddell και Scott, Κάδμος].

Σημείωσις
Υπάρχει και έτερον γεγονός, ενισχύον την ισοδυναμίαν τύπων (ονομάτων, λέξεων - κυρίων ονομάτων).
Είναι το κύριον όνομα Καδμίλος, αποδιδόμενον είς έναν εκ των Καβείρων, οίτινες ίδρυσαν τα Καβείρια Μυστήρια εν Σαμοθράκη. Το όνομα συναντάται και ως Κασμίλος, όπου η μετατροπή του δ εις σ είναι προφανής [τέλος σημειώσεως]
Αν και η μετατροπή τού «σ» εις «τ» είναι σύνηθες διαλεκτικόν φαινόμενον εν τή Ελληνική Γλώσση (π.χ., θάλασσα και θάλαττα), εν τούτοις δεν έχει εντοπισθή τύπος τού «κατά» μετά συνθέτων λέξεων (ρημάτων, ονομάτων), όπου να παρατηρείται μετατροπή τού «τ» εις «σ», όταν η συντιθεμένη λέξις αρχίζει από «σ», ως συμβαίνει με τας άλλας μετατροπάς.
[βλέπε: ανωτέρω].
Εν αναλογία προς το κατάδαμος, μία αντίστοιχος λέξις θα ήτο το κατάσαμος ή κατάσημος (εκ της λέξεως σάμα ή σήμα : σήμα, σημείον, σημάδι, δείγμα, τεκμήριον, ένδειξις, οιωνός, σύνθημα, ανάχωμα, γήλοφος, σωρός, τύμβος, επιτύμβιος στήλη, τάφος, μνήμα, γραπτά σημεία, ζωγραφιστά, όχι γράμματα του Αλφαβήτου, σήματα λυγρά (καταστροφικά, τού Βελλερεφόντου), το σημείον, το έμβλημα, σήμα κατατεθέν, το έμβλημα επί σφραγίδος, η σφραγίς, αστερισμός, (πληθ., τα ουράνια σώματα), λατινικώς, signe).
Ο αντίστοιχος μετασχηματισμός θα ήτο:
κατάσημος → κατάσαμος → κάσσ(α)μος → Κάσσμος →Κάδμος :

⇒ Ο πλήρης σημάτων ή σημείων, ο εντελώς σεσημασμένος.

Το ρήμα όμως κασσύω ή καττύω (συρράπτω δέρματα, ως ο υποδηματοποιος / ως το «ράπτω», συρράπτω δόλον) θα ηδύνατο να άρη τον ανωτέρω περιορισμόν ως προς την δυνατότητα μετατροπής τού «κατ» εις «κασ», όταν η συντιθεμένη λέξις μετά της προθέσεως «κατά» αρχίζει από «σ».
Το κασσύω επιπροσθέτως συγκρίνεται προς τα εγ-κασύω και παρακασσύω, υπαρκτά ελληνικά ρήματα, ένθα προτάσσονται αι προθέσεις εκ (εγ) και παρά.
Η συζήτησις (εν τώ λεξικώ τού Κωνσταντινίδη) εγείρει την υποψίαν ότι ο αρχικός τύπος περιείχε την πρόθεσιν «κατά», ήτις αργότερον και εις διαφόρους διαλέκτους συνετμήθη εις «κα», παραγαγούσαν το «κασσύω» μετά της αναφερθείσης μετατροπής τού «τ» εις «σ» ή τής «κατ» εις «κασ».
Η υποψία οδηγεί εις προϋπαρξιν ρίζης, ήτις ακολούθως, εν μεν τή Ελληνική Γλώσση απωλέσθη, εν δε τη λατινική διεσώθη (αλλά και εις μερικάς εκ των λεγομένων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών υπό σχετικάς μορφάς) υπό την αυτήν μορφήν suo(ράπτω, συρράπτω, ράπτω συναρμόζων).
Σημείωσις
Το λατινικόν suo είναι απομονωμένον, όπερ δύναται γενικώς να οδηγήση εις τον ισχυρισμόν ότι ο τύπος αυτός προέρχεται κατ’ ευθείαν από τον προϋπάρξαντα ελληνικόν (δωρικόν ή αιολικόν, κλπ.) τύπον σύω (ράπτω). [τέλος σημειώσεως].
Συμφώνως προς τ’ ανωτέρω, το «κασσύω» προέρχεται από τον αρχικόν τύπον «κατασύω» (ράπτω εντελώς), όστις έδωσε το λατινικόν suo (η προφορά τού «υ» ως «ου» εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερον εν τη Ελληνική Γλώσση, ως ξυράφι και ξουράφι», επομένως το σύω έγινε σούω, δηλαδή suo εν τη λατινική διά των Αιολέων ή Δωριέων) - μετά την παράλειψιν της προθέσεως «κατά» - ή τον συντετμημένον τύπον του «κα»:
κατασύω → κασσύω ή καττύω ⇒ σύω ⇒ suo

Εάν ληφθή και αυτή η δυνατότης, τότε το «κάδμος προέρχεται από δύο αρχικούς τύπους, ανεξαρτήτους - εν πρώτη φάσει - μεταξύ των:

κατάδ(α)μος → κάδδ(α)μος → Κάδδμος → Κάδμος
κατάσ(α)μος → κάσσ(α)μος → Κάσσμος → Κάδμος

Σημείωσις
Η γραφή με δύο δέλτα ή δύο σίγμα απορέει εκ της ανωτέρω αναλύσεως, η απόρριψις δε του ενός δέλτα εις την πρώτην περίπτωσιν είναι φαινόμενον σύνηθες εν τή Ελληνική Γλώσση, συνεχιζόμενον μέχρι σήμερον.
Άλλωστε ο τύπος «κασσύω» συναντάται και με έν σίγμα, «κασύω». Ομοίως και διά τον αττικόν τύπον «καττύω». Συναντάται και ισοδύναμος τύπος «κατύω».
[τέλος σημειώσεως].

Απομένει να εξετασθή η δυνατότης αλληλοεξαρτήσεώς των [βλέπε: ανωτέρω], τόσον εν τοις αρχικοίς τύποις κατάδαμος και κατάσαμος, όσον και κυρίως εν τοις ενδιαμέσοις τύποις.
Πράγματι υπάρχει η δυνατότης αυτή, τουλάχιστον ως προς την αμοιβαίαν μετατροπήν τών συμφώνων δ και σ:

¨ Ανατρέχων τις εν τή διαλεκτική μεταβολή (κατά την ορολογίαν τής κλασικής ετυμολογίας) τής Ελληνικής Γλώσσης, βλέπει ότι τα στοιχεία δ και σμετατρέπονται το έν εις το άλλο εις τας ελληνικάς διαλέκτους.

Παραδείγματα

δ ⇔ σ
αιολικώς, δωρικώς ιωνικώς, αττικώς
οδμάομαι οδμάομαι οσμάομαι οσμάομαι
οδμή οδμή οσμή οσμή
ίδμεν ίδμεν ίσμεν ίσμεν

Αλλά ποίος διαλεκτικός τύπος ενός ονόματος είναι παλαιότερος, αφού η μετατροπή είναι αμοιβαία;

Δύναται να υποστηριχθή ότι γενικώς ισχύει:

⇒ Έν όνομα ή λέξις, στερούμενον γενεαλογικού δένδρου (παραγώγων λέξεων), θεωρείται παλαιότερον εκείνου, όπερ έχει αναπτύξει έν γενεαλογικόν δένδρον ονομάτων και εννοιών ως προς τας διαλεκτικάς μόνον μορφάς τών αυτών ονομάτων.
⇒ Συνήθως το όνομα αυτό (η λέξις) θεωρείται μεμονωμένον εν τή ορολογία τής Λεξαριθμικής Θεωρίας.

Σημείωσις
Εξ αυτού τού γεγονότος μερικοί ανθέλληνες και ανέλληνες, τόσον τού Εξωτερικού όσον και τού Εσωτερικού, ορμώνται εις το να υποστηρίζουν ότι ο λαός ο φέρων ή ομιλών ή χρησιμοποιών τοιούτους διαλεκτικούς τύπους είναι και ο παλαιότερος.
Αλλά εν ποίω διαλεκτικώ τύπω εστηρίχθη το αναπτυχθέν γενεαλογικόν δένδρον τής γλώσσης, ήτις θεωρείται ή εκλαμβάνεται ως νεωτέρα;
Το αδιέξοδον λύεται, αν γίνη αποδεκτόν ότι και αι δύο «γλώσσαι» έχουν το πολύ την αυτήν χρονικήν αφετηρίαν, αλλά η μεν πρώτη (η θεωρουμένη ως παλαιοτέρα) πρωίμως απεμονώθη ένεκα διαφόρων λόγων, διατηρήσασα τας αρχικάς μορφάς τών ονομάτων εις σχετικόν βαθμόν μέχρι σήμερον, η δε δευτέρα (η θεωρουμένη ως νεωτέρα) ανεπτύχθη φυσικώς, δημιουργήσασα νέας μορφάς ονομάτων μετά των γενεαλογικών δένδρων των.
Είναι πρόδηλον ότι η παλαιά αυτή μορφή τής γλώσσης (τής θεωρουμένης ως παλαιοτέρας και ανεξαρτήτου) ανήκει εν τή δευτέρα (τής θεωρουμένης ως νεωτέρας και αναφερομένης εις την πρώτην) εν γενικαίς γραμμαίς [τέλος σημειώσεως].
Παράδειγμα
Όπως ελέχθη, ο τύπος «σύω» δεν έχει ακόμη ευρεθή εν τώ γραπτώ ελληνικώ λόγω (ενδέχεται εν τώ μέλλοντι αυτό να γίνη, να ευρεθή δηλαδή πινακίς, περιέχουσα τον τύπον), έχει ευρεθή όμως εν τη λατινική γλώσση ως «suo».
Αυτό δεν σημαίνει ότι η λατινική γλώσσα είναι αρχαιοτέρα τής Ελληνικής. Τουναντίον συμβαίνει το αντίθετον. Το ρήμα σύω υπήρχε εν τή Ελληνική Γλώσση, τουλάχιστον εν τώ προφορικώ λόγω. Εν συνεχεία και πρίν δοθή η ευκαιρία να περάση εν τώ γραπτώ λόγω, ελησμονήθη και απωλέσθη, διαδεχθείς υπό νέου τύπου (ονόματος, λέξεως), π.χ. του ρήματος ράπτω, όστις διετηρήθη εν τώ γραπτώ λόγω.
Ο παλαιός τύπος «σύω» είχε ήδη μεταφερθή εις την Μεγάλην Ελλάδα, την Νότιον Ιταλίαν, ηπειρωτικήν και νησιωτικήν) από τους εποίκους (ή και αποίκους) Αιολείς και Δωριείς κατά το διάστημα απωλείας τού εν λόγω τύπου.
Ο ελληνικός [αιολικός ή (και) δωρικός] τύπος σύω συν τώ χρόνω έγινε suoεν τή νέα χώρα, παρέμεινε εκεί και διεσώθη ως λατινικός τύπος.
Θεωρείται δεδομένον ότι οι αιολικοί τύποι είναι αρχαιότεροι των άλλων ελληνικών διαλεκτικών τύπων, ακόμη και των δωρικών.
Π.χ., μεταξύ τών τύπων οδμή και οσμή, ο πρώτος θεωρείται παλαιότερος του δευτέρου, γεγονός το οποίον δεικνύει συγχρόνως και την αφετηρίαν, την προτεραιότητα της μετατροπής:
⇒ Ο προηγηθείς τύπος μετά του δ μετατρέπεται εις τον επόμενον τύπον μετά του σ.
⇒ Άρα το δ προηγείται τού σ εν τή διαλεκτική μεταβολή τής Ελληνικής Γλώσσης.
Επομένως ο τύπος Κάδ(δ)μος είναι προγενέστερος του τύπου Κάσ(σ)μος, τού δευτέρου παραχθέντος εκ τού πρώτου διά μετατροπής τού δ εις σ:
δ→σ
* Κάδμος → Κάσμος

Συσχέτισις και συνέπεια των δύο ετυμολογιών
Κάθε επιχειρουμένη και εξαγομένη ετυμολογία ενός δυσκόλου ονόματος, απλού ή κυρίου - ως είναι το «κάδμος» - πρέπει να είναι συνεπής με όλα τα στοιχεία , άτινα συνοδεύουν ή συναρτώνται με αυτό το όνομα, συμφώνως προς την Παράδοσιν και την Ελληνικήν Μυθολογίαν.
Αι προσπάθειαι μερικών ξένων ερευνητών, ιδίως τών μελετητών τών «σημιτικών γλώσσών», ν’ αναγάγουν το όνομα κάδμος (απλούν ή κύριον) εις «σημιτικάς» ρίζας και να φέρουν τον μυθικόν Κάδμον ως «Σημίτην», έχουν αποτύχει και διά λόγους ιστορικούς και διά λόγους καθαρώς ετυμολογικούς.
[βλέπε: Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, έκδοσις Εκδοτικής Αθηνών, τ. Α΄, Προϊστορία, Καδμείοι, σελ. 361].

Είναι δεδομένον ότι το όνομα κάδμος συναντάται- ως ελέχθη - εις πολλάς περιοχάς τού ευρυτέρου Ελληνικού Κόσμου και υπό ποικίλας σημασίας, όπως:

· Κάδμος: Ο μυθικός ήρως, υιός τού Αγήνορος και της Τηλεφάσσης, όστις εξεκίνησε από την Φοινίκην τής Ασίας προς αναζήτησιν της αδελφής του Ευρώπης, κλαπείσης υπό του Διός υπό μορφήν ταύρου.
· κάδμος: Ποταμός εν Καμπανία τής Ηπείρου, παραπόταμος τού Θυάμιδος (Καλαμά), πηγάζων πλησίον τής Δωδώνης.
· Κάδμος: Κοινότης Αττικής [βλέπε: Λεξικόν Σταματάκου].
· Κάδμος: Βράχος εις τα παράλια της Νοτίας Ιλλυρίας.
· Κάδμος: Οροσειρά εις τα σύνορα της Καρίας μετά της Λυδίας και της Φρυγίας.
· Κάδμος: Ποταμός παρά την Λαοδικείαν, πηγάζων εκ τού όρους (οροσειράς) Κάδμου, κατά το μεγαλύτερον μέρος υπόγειος (έτερον όνομα λύκος).
· κάδμος: Δόρυ, ασπίς, λόφος (εν Κρήτη, κατά την ιστορικήν περίοδον).

Πώς όλαι αυταί αι σημασίαι δύνανται να συσχετισθούν και να συγκλινούν προς μίαν έστω κοινήν, ανήκουσαν εις όλας τας ανωτέρω σημασίας; Μία τοιαύτη προσπάθεια επιχειρείται από τους συντάκτας τής ανωτέρω «ιστορίας», ως κάτωθι:

* Το όνομα κάδμος αναφέρεται εις βράχον, όρος, οροσειράν, άρα εμπεριέχει το στοιχείον τής «εξοχής» (εξέχω) εν σχέσει προς την επίπεδον επιφάνειαν.
Μεταφορικώς, η σημασία αυτή θα ήτο «ο υπερέχων, ο εξέχων, ο υπερτερών εις στοιχεία (π.χ., γνώσεις, εμπειρίαν, τον χειρισμόν τού λόγου, κλπ.) εν σχέσει με το «επίπεδον» τών αυτών στοιχείων, φερομένων υπό τών άλλων ανθρώπων.

* Το όνομα κάδμος αναφέρεται εις ποταμόν, τού οποίου η υδατίνη κοίτη λάμπει.
Μεταφορικώς η σημασία αυτή δεν συγκρούεται με την προηγουμένην, αφού ο «λάμπων» άνθρωπος, αναφορικώς με έν ή περισσότερα στοιχεία (π.χ., κάλλος), υπερέχει τών άλλων.

Δι’ ενός σχετικού συλλογισμού οι συντάκται τής «Ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους» συνδέουν τας δύο ομάδας σημασιών, αι οποίαι αναφέρονται εις το «κάδμος», με απώτερον στόχον την σύγκλισίν των ή την τομήν των εις μίαν κοινήν σημασίαν:


alt





· κέκαδμαι ï υπερτερώ, υπερέχω, γενικώς / εξοπλίζω καλώς / διακοσμώ.
· κεκαδμένος ï ο λάμπων, ο διαπρεπής (Όμηρος).
Φράσεις
* «ός ηλικίην εκέκαστο έγχει ιπποσύνην τε»ï ός (ο οποίος) τους ήλικας (συνομήλικας) ενίκα εν τή χρήσει τού δόρατος (έγχει) και τή Ιππική (εννοείταιτέχνη).
* «ωμόν ελέφαντι κεκαδμένον»ï κεκοσμημένον…
* «πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον» ïεν τοις μεγάλοις πανουργίαις διαπρεπή.
* «εύ κεκασμένον δόρυ»ï καλώς οπλισμένος όμιλος.
* «ομηλικίην εκέκαστο γνώναι»ï υπερέβαινε τους ομήλικας εις το γιγνώσκειν.

Ο παρακείμενος (με ενεστωτικήν σημασίαν) «κέκαδμαι ή κέκασμαι» προϋποθέτει την ύπαρξιν ρήματος κάζω (κάζομαι), το οποίον δεν έχει ευρεθή εν τώ γραπτώ λόγω (κείμενα, πινακίδες), και του οποίου βεβαίως η σημασία είναι άγνωστος. Ως δε ελέχθη ανωτέρω, η σημασία (ή αι σημασίαι) τών «κέκαδμαι ήκέκασμαι και κεκαδμένος ή κεκασμένος» αντλούνται εκ τών σημασιών τού υπάρχοντος ρήματος «καίνυμαι»:
⇒ Τοιαύτα γλωσσικά φαινόμενα συναντώνται συχνώς εν τή Ελληνική Γλώσση και οπωσδήποτε απαιτούν βαθείαν και προσεκτικήν ανάλυσιν, ίνα συνδεθούν εννοιολογικώς οι διάφοροι τύποι (εδώ το υπάρχον ρήμα καίνυμαι μετά τού υποτιθεμένου ρήματος κάζω (κάζομαι).

Πώς όμως θα δικαιολογηθή η ύπαρξις του τύπου Κάσσμος (Κάδμος); Οι συντάκται ή δεν τον εγνώριζον ή τον εγνώριζον και τον ηγνόησαν. Επί πλέον το γενικόν εννοιολογικόν περιεχόμενον του ήρωος Κάδμου, όπως αυτό διεμορφώθη εν τή Παραδόσει και εν τή Ελληνική Μυθολογία, εντάσσεται εν ταις σημασίαις τού ρήματος καίνυμαι μέσω τού κέκαδμαι κατ’ έμμεσον τρόπον, ενώ η επιχειρηθείσα πρώτη ετυμολόγησις (η ιδική μου) δίδει το ετυμολογικόν, εννοιολογικόν και μυθικόν περιεχόμενον αυτού κατ’ άμεσον τρόπον.
Ακολούθως, η δυνατότης αλληλοσυσχετίσεως, παραλληλισμού ή και ταυτίσεως των δύο ετυμολογικών εξαγομένων δεν αποκλείεται:
¨ Ο ικανός τού δαμάζειν, πολύ περισσότερον τού καταδαμάζειν (ζώα, ανθρώπους, πόλεις, φυσικάς δυνάμεις) συγχρόνως υπερτερεί, υπερέχει, εξέχει τών άλλων (καίνυμαι, κέκαδμαι : βράχος, όρος, οροσειρά, κοινότης, πόλις).
¨ Ο υπερτερών, υπερέχων, εξέχων τών άλλων εν τή χρήσει τού δόρατος, τής ασπίδος, δύναται συγχρόνως και να δαμάζη (και καταδαμάζη) τους άλλους (συνομήλικας, εχθρούς, κλπ., κάδμος: δόρυ, ασπίς).
¨ Ο υπερέχων (καίνυμαι, κέκαδμαι) κατά πάσαν έννοιαν, ακτινοβολεί, λάμπει (σωματικώς, νοητικώς, γνωστικώς, ευρηματικώς, κλπ.), επομένως αυτός δύναται και να δαμάζη (ή καταδαμάζη), να ημερεύη τους άλλους, ή να δαμάζη τα φυσικά στοιχεία (κάδμος: ποταμός).
¨ Αντιθέτως, ο υπερβαίνων την διαθέσιμον υπεροχήν του έναντι των άλλων, καταλήγει εις το αντίθετον αποτέλεσμα [Καδμεία Νίκη: η νίκη, ήτις επιφέρει τον ίδιον όλεθρον].
¨ Εν αντιδιαστολή, ο χρησιμοποιών την διαθέσιμον υπεροχήν του έναντι των άλλων (εντός τών ορίων), συντελεί εις την άνοδον και αυτού τού ιδίου και των άλλων [Καδμεία Νίκη: μεγάλη νίκη, Καδμείον Κράτος: μέγα, λαμπρόν κράτος).
¨ Τέλος, όταν το δαμάζειν εξαντλήση ή και υπερβή τα όρια τού καταδαμάζειν (η έννοια της προθέσεως «κατά» και τού δαμάζειν), τότε δημιουργούνται ανελεύθεροι δημόται (δαμάζειν, δάμος ή δήμος), πολίται άνευ γνώμης (δάμος άδαμος).
Οι συντάκται τής «Ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους», ενώ ανάγουν το όνομα «κάδμος» εις ελληνικάς ρίζας και επομένως θεωρούν αυτό ελληνικόν, τούς φορείς του όμως, δηλαδή τον μυθικόν Κάδμον και τους συνοδεύοντας αυτόν Φοίνικας, όχι (τους θεωρούν απλώς ως έν ιδιαίτερον «ινδοευρωπαϊκόν φύλον):
⇒ Η άρνησίς των εναρμονίζεται με την γνωστήν και δεδομένην θέσιν ότι «τα ελληνκά φύλα» κατήλθον εκ τής Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας ως «ινδοευρωπαϊκά φύλα» το 2200, π.Χ., περιπου.
Γράφουν οι συντάκται:
· Το όνομα κάδμος είχε λάβει εν Καρία συγκεκριμένον νόημα (κάδμος: ποταμός και οροσειρά) πολύ πριν από την εγκατάστασιν των Ελήνων και μάλιστα κατά την Ελληνιστικήν Εποχήν.
· Το σχετιζόμενον - κατά τούς συντάκτας - με το «κάδμος», όνομα ενός εκ τών ιδρυτών τών Καβειρίων Μυστηρίων [βλέπε: και σελ. 155], τούΚαδμίλου, ταυτιζομένου μετά τού ιθυφαλλικού Ερμού, υπήρχε πρίν από την εγκατάστασιν των ελληνικών φύλων εν τή περιοχή αυτή (περιοχή τής Σαμοθράκης).
Σχολιάζω:

Εν συνεχεία, πώς τα μεν ονόματα Κάδμος και Φοίνιξ (Φοίνικες) - και δι’ αυτό αποφαίνονται ότι ανάγεται εις ελληνικάς ρίζας - είναι ελληνικά, οι δε φορείς των (οι φερώνυμοι Κάδμος και Φοίνικές του) όχι, είναι κατ’ εμέ άξιον απορίας!
⇒ Το πλέον όμως σημαντικόν είναι ότι και αυτοί (οι συντάκται τής «Ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους») - όπως και οι αντίστοιχοι της «Ελληνικής Μυθολογίας» [βλέπε: και προηγουμένως, σελ. 139 ] - αποσυνέδεσαν τον Κάδμον και τους Φοίνικάς του εκ τής Φοινίκης εν Ασία ως προς τον τόπον εκκινήσεως:
⇒ Ο Κάδμος και οι Φοίνικές του εξεκίνησαν από την Φοινίκην τής Ηπείρου και όχι από την Φοινίκην τών «Σημιτών», τής Φοινίκης τής Ασίας (εν Συρία).
Þ Οι άποικοι Έλληνες της ασιατικής Φοινίκης (πριν η χώρα λάβη την ονομασίαν αυτήν) ωνόμασαν αυτούς τούς κατοίκους, «Φοίνικας», λόγω τού χρησιμοπιουμένου υπ’ αυτών χρώματος «φοινού» (τού θέματος διά το όνομα «Φοίνιξ»), το οποίον επιπροσθέτως είχε ήδη χρησιμοποιηθή εν τή Ηπείρω πολύ πρίν.

Η ηπειρωτική καταγωγή τού Κάδμου
Η διερεύνησις της καταγωγής τού Κάδμου και των Φοινίκων του υπήρξε και αντικείμενον μελέτης τόσον εν τώ συγγράμματι «Η Γλώσσα τών Γλωσσών, Η Λεξαριθμική Θεωρία, έκδ. 1989», όσον και εν τώ τελευταίω συγγράμματι « Η διαχρονικότης τής Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. 1992».
Έχει μεγάλην σημασίαν διά τον αναγνώστην να παρακολουθήση την δυνατότητα προβλέψεως και παραγωγής γνώσεων υπό της Λεξαριθμικής Θεωρίας, αναφορικώς με την καταγωγήν τού Κάδμου.
Τα εξαχθέντα πορίσματα (κατά τον χρόνον εκδόσεως του πρώτου συγγράμματος - τής Λεξαριθμικής Θεωρίας), δεν είχον ακόμη ενημερωθή διά την νέαν θέσιν τών συντακτών τής Ελληνικής Μυθολογίας και της Ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους, σχετικώς με την καταγωγήν τού Κάδμου και των Φοινίκων του (ότι, δηλαδή, δεν κατήγοντο και δεν ήλθαν από την Φοινίκην τής Ασίας, αλλά από την Φοινίκην τής Ηπείρου).
Εν τώ παρόντι, η αναδρομή εις τας σχετικάς πηγάς τών ανωτέρω συγγραμμάτων θα είναι ολίγον ανασκευασμένη, αλλά κειμένη πάντα εν τώ αυτώ νοήματι.
Θ’ αρχίσω λοιπόν με την γνωμονικήν ακολουθίαν τού ονόματος Κάδμος, ανάρθρως (Κάδμος) και ενάρθρως (ο Κάδμος), αίτινες μορφαί αντιστοιχούν εις τους λεξαρίθμους 335 και 405:

Κ20Α1Δ4Μ40Ο70Σ200 = 20+1+4+40+70+200 = 335

Ο70 ΚΑΔΜΟΣ = 70+335 = 405


Η Γνωμονική Ακολουθία τού 335 (= Κάδμος)
 




.



Διευκρίνησις
Όπως έχει λεχθή, από εκάστην ισόψηφον ομάδα λαμβάνω κυρίως όλα τα κύρια ονόματα.
Σημείωσις
Κατά την την Λεξαριθμικήν Θεωρίαν, αι έννοιαι και αι σημασίαι τών ονομάτων (λέξεων), τών οποίων οι λεξάριθμοι αποτελούν μέλη αυτής τής γνωμονικής ακολουθίας, είναι όμοιαι μορφαί εν τή διαλεκτική πορεία τής Ελληνικής Γλώσσης: η μία μορφή διαδέχεται την άλλην εν χρόνω και τόπω, όλαι όμως αυταί αι μορφαί αποτελούν διαλεκτικά στοιχεία τής αυτής αρχικής εννοίας, τής γεννήτορος εννοίας, εντασσόμενα εις γένη, υπογένη, είδη και υποείδη.

Πορίσματα εκ της 1ης γνωμονικής ακολουθίας
· πόρισμα δημοσιευθέν
Η σχέσις τού Κάδμου και των Θηβών είναι γεγονός, λεξαριθμικόν βεβαίως γεγονός, αλλά συμφώνως προς την φύσιν τής Γνωμονικής Ακολουθίας, το γεγονός αυτό γίνεται και μυθολογικόν.
Το όνομα της πόλεως είναι εν τώ πληθυντικώ αριθμώ, γεγονός όπερ υποδηλοί ότι η σχέσις αυτή δεν περιορίζεται εν τή Βοιωτική Θήβη, αλλά εκτείνεται και εις όλας τας Θήβας τής Αρχαιότητος, τού Ελληνικού Κόσμου [Ελλάς, Ασία, Λιβύη (Αφρική)].
Επομένως ο Κάδμος συνδέεται με την ίδρυσιν ή επανίδρυσιν πολλών πόλεων υπό το όνομα «Θήβα», είτε τής όλης πόλεως είτε μέρους αυτών (π.χ., εις την Βοιωτίαν, ως ελέχθη προηγουμένως, δεν ίδρυσε την πόλιν - η οποία προϋπήρχεν, καταστραφείσαν εν τώ μεταξύ - αλλά τα τείχη, τα Καδμήια τείχη).
· Η πληθυντική μορφή τού ονόματος δημιουργεί σκέψεις. Η περισσότερον αποδεκτή θέσις αναφέρεται εις τον τρόπον διαμορφώσεως της κυρίας πόλεως, ως αθροίσματος μικρών πόλεων (χωριών) υπό το αυτό όνομα αλλά εν τώ ενικώ αριθμώ (Θήβαι ï άθροισμα Θηβών).
· Εν τή Λεξαριθμική Θεωρία όλαι αι Θήβαι συνδέονται διαλεκτικώς και επομένως είναι όμοιαι ή ταυτόσιμοι κατά πάσαν έννοιαν (τρόπος ιδρύσεως, τρόπος καταστροφής και επανιδρύσεως, γεωγραφική και γεωλογική δομή, σεισμογενής περιοχή, κ.α.).
Η σεισμικότης μιάς περιοχής δύναται να οδηγήση εις μίαν δευτέραν ερμηνείαν (θέσιν), αναφορικώς με την χρήσιν τής πληθυντικής μορφής: ερμηνεύει την τάσιν τής περιοχής να καταστρέφεται και να επανιδρύεται, δηλαδή η αυτή πόλις ήλλαξε πολλάς μορφάς, λόγω αλλεπαλλήλων καταστροφών και επανιδρύσεων.
· Το πλήθος των ιδρυθεισών και επομένως επανιδρυθεισών Θηβών ενδεχομένως να ήτο δέκα, πόρισμα εξαγόμενον εκ τού διαλεκτικού στοιχείου (λεξαρίθμου) «30», εν τή ισοψήφω ομάδι τού οποίου ανήκουν και αι δύο λέξεις, Θήβαι και δέκα (Ισόψηφοι λέξεις).
Ήδη εν τή Αρχαιότητι συναντώνται (μερικαί εξ εκείνων διατηρούνται μέχρι σήμερον) πέντε Θήβαι: βοιωτική, θεσσαλική, τρωική, φοινικική και αιγυπτιακή.

· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν.
Το «μακεδνή» είναι θηλυκόν τού «Μακεδνός», δηλαδή τού Μακεδόνος. Δύναται λοιπόν να λεχθή ότι «μακεδνή είναι η Μακεδόνισσα». Επομένως η Μακεδόνισσα συνδέεται διαλεκτικώς [εδώ γενεαλογικώς μετά τού Κάδμου κατ’ ευθείαν ή μετά τών Καδμίδων ή Καδμιώνων (τών απογόνων του)].
Το πόρισμα αυτό προκύπτει από την διαλεκτικήν σχέσιν τών στοιχείων (λεξαρίθμων) 128 και 335.

· Νέον πόρισμα, μή δημοσιευθέν.


Η Μακεδόνισσα (Μακεδνή) και ο Κάρ(ρ)ανος ανήκουν εις το αυτό γενεαλογικόν δένδρον, σχετιζόμενον βεβαίως μετά τού γενικού γενεαλογικού δένδρου, μέλος τού οποίου είναι και ο Κάδμος.
Το πόρισμα αυτό προκύπτει από την διαλεκτικήν σχέσιν τών στοιχείων (λεξαρίθμων) 128 και 542, αντιστοίχως:


Σημείωσις
Το Κάρ(ρ)ανος, ως ελέχθη και προηγουμένως, εμφανίζεται συνήθως με έν «ρ», αλλά δύναται να υποτεθή και τύπος μετά δύο «ρ», ως αναλύεται κατωτέρω. Η γραφή μετά δύο ρ θεωρείται συνεπής προς την παράδοσιν - την οποίαν και επαληθεύει - κατά την οποίαν ο Κάρ(ρ)ανος φέρεται ο μυθικός πρόγονος του Μακεδόνος (ή τουλάχιστον είς εκ τών προγόνων του) [βλέπε: και κατωτέρω, σελ. 171-175].
Το έναρθρον κύριον όνομα Κάρρανος ανήκει εν τή γνωμονική ακολουθία τού λεξαρίθμου 920. Επομένως ο Μακεδών και ο Κάρρανος ανήκουν εις το αυτό γενικόν γενεαλογικόν δένδρον.
Η γραφή μετά δύο ρ ενισχύεται περισσότερον εκ τού γεγονότος ότι και τα δύο ονόματα, Μακεδνή (Μακεδόνισσα) και Μακεδών συνδέονται διαλεκτικώς μετά τού ονόματος Κάρρανος [βλέπε: Γνωμονικήν ακολουθίαν τού 920 (=Μακεδών), σελ. 61] [τέλος σημειώσεως].

Το απλούν όνομα κάρανος ετυμολογείται εκ τού «κάρα» και σημαίνει τον «άρχοντα, τον κυβερνήτην, τον αρχηγόν, την κεφαλήν».
«Συμπτωματικώς» δε το απλούν όνομα κοίρανος σημαίνει ακριβώς το ίδιον, δηλαδή «τον άρχοντα, τον κυβερνήτην, τον αρχηγόν».
Αυτή η σύμπτωσις δεν είναι βεβαίως τυχαία, έχει την εξήγησίν της. Τα δύο αυτά ονόματα (λέξεις) συνδέονται ετυμολογικώς και εις βαθμόν το έν να δύναται να παράγεται από το άλλο, εάν ληφθή υπ’ όψιν η φύσις τής μακράς και βραχείας συλλαβής και ο τρόπος αλληλομετασχηματισμού των, ούτως ώστε να διατηρείται η ισοτίμησίς των, η ταυτότης των:
Η δίφθογγος «οι» είναι μακρά, δύναται δε να μετασχηματισθή εις βραχείαν, χωρίς να χάση την αξίαν της, εάν το ακολουθούμενον σύμφωνον διπλασιασθή - σύνηθες φαινόμενον εν τή διαλεκτική τής Ελληνικής Γλώσσης αλλά και εν τή Γλωσσολογία (Φθογγολογία), γενικώτερον.
⇒ Ο μετασχηματισμένος, επομένως, τύπος είναι «κόρρανος», ο οποίος γίνεται «κάρρανος» διά μετατροπής τού «α» εις «ο», ως εις τα παραδείγματα:

αττικός τύπος α⇔ο μή αττικός τύπος
υποδεδρόμακεν ⇔ υπαδεδρόμακεν (Σαπφώ, Αλκαίος)
στρατός ⇔ στροτός (αιολικός τύπος)
ανία ⇔ ονία (αιολικός τύπος)
άνω ⇔ όνω (αιολικός τύπος)
θρασέως ⇔ θροσέως (αιολικός τύπος)

[βλέπε: Λεξικόν Κωνσταντινίδη, εν τοις στοιχείοις «α και ο»].

Το όνομα Κάρανος (με έν ρ) αναφέρεται: Πρώτον εις έναν εκ των απογόνων τού Ηρακλέους, δεύτερον εις υιόν τού Φιλίππου και της Κλεοπάτρας και τρίτον εις στρατηγόν τού Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Υποσημείωσις
Μάλλον πρόκειται διά τον Φίλιππον τον Β΄, υιόν τού Αμύντου τού Β΄, πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Κάρανος πρέπει να εγεννήθη εκ τής δευτέρας συζύγου του, τής Κλεοπάτρας (η πρώτη και μήτηρ τού Μ. Αλεξάνδρου ήτο η Ολυμπιάς).
Αυτό το γενεαλογικόν στοιχείον επιβεβαιώνει την ανωτέρω παράδοσιν διά την γενεαλογικήν σχέσιν τού προγενάρχου Καρ(ρ)άνου και τού γενάρχου τών Μακεδόνων, Μακεδόνος [τέλος υποσημειώσεως].
Επίσης το κύριον όνομα Κάρανος αναφέρεται εις το «κάρανον» (δωρικώς) ή «κάρηνον» (ιωνικώς), άτινα ανάγονται εις το «κάρα» και σημαίνουν ομοίως την «κεφαλήν». Η μεταφορική σημασία των τύπων αυτών ταυτίζεται μετ’ εκείνης του «κάρανος» [βλέπε: ανωτέρω].
[βλέπε: Λεξικον Σταματάκου, κάρανον, κάρηνον].

Ομοίως, το «κάρρων» (μετά δύο «ρ») είναι δωρικός τύπος τού κρείσσων ή κρέσσων και αποτελεί τον συγκριτικόν βαθμόν του «κρατύς», τού τελευταίου αναγομένου εις το «κράτος ή κάρτος», αυτού δε με την σειράν του εις το ρήμα «κραίνω» [ρίζα: κρα, κραν ή κραι, κραιν].
Το «κάρρων» - συγκριτικός βαθμός - σημαίνει τον «κρατερόν, καλύτερον, ισχυρότερον, κλπ.). Υφίστανται και οι τύποι (επίσης δωρικοί) «κάρρος και κάρρον»: κάρρον έστι Þ είναι καλύτερον να..
[βλεπε: Λεξικόν Liddell και Scott, κάρρων].

Το «κάρρος» δύναται να δώση επιθετικώς το «Κάρρανος» (με δύο «ρ»).
Επίσης και το «κάρτος» (κράτος) δύναται να δώση το «κάρρος», διά μετατροπής του τ εις ρ (σύνηθες φαινόμενον εν τη Ελληνική Γλώσση).

Συμπέρασμα

Επομένως το «Κάρρανος» είναι δωρικός τύπος, σημαίνει τον «κρατερόν, ισχυρότερον, κλπ), ο δε Κάρρανος πράγματι υπήρξε - συμφώνως προς τας αναφερθείσας γνωμονικάς ακολουθίας - και μετά βεβαιότητος δύναται να θεωρηθή πρόγονος (προγενάρχης) τού γενάρχου Μακεδόνος.

· Παλαιόν πόρισμα δημοσιευθέν
Είναι βεβαιωμένον ιστορικώς ότι ο Ελλός ή Σελλός κατήγετο εκ τής Ηπείρου και έδρα εκεί, αφού αντεπροσώπευε το παλαιότατον λατρευτικόν στάδιον του Μαντείου τής Δωδώνης εν Ηπείρω, τής Χθονίας Γής, από τής 3ης χιλετηρίδος π.Χ., περίπου, το επονομαζόμενον «Έλλα» (η Έλλα).
Η ισοψηφία τών κυρίων ονομάτων Ελλός και Κάδμος (335=335), ως ανηκόντων εν τή αυτή ισοψήφω ομάδι, δίδει μίαν ισχυράν ένδειξιν περί τής καταγωγής τού Κάδμου εξ Ηπείρου. Επί πλέον, η ισότης τών διαλεκτικών στοιχείων (λεξαρίθμων) οδηγεί εις την παραδοχήν ότι οι δύο άνδρες ανήκον εν τώ αυτώ γενεαλογικώ δένδρω, αναπτυχθέν εν Ηπείρω.
Αναφορικώς με την ίδρυσιν του Μαντείου τής Δωδώνης, τής Έλλας, δηλαδή, ο Ηρόδοτος παραδίδει δύο διηγήσεις:

⇒ Κατά την μίαν (από τους ιερείς τών Θηβών τής Αιγύπτου) δύο μέλαιναι περιστεραί (Πελιάδες ή Πλιάδες ή Πέλειαι), προερχόμεναι εκ Θηβών Βοιωτίας, ίδρυσαν, η μεν εν Λιβύη (σημερινή) την λατρείαν τού Άμμωνος Διός, η δε - καθισθείσα επί τής κορυφής δρυός εν Δωδώνη - την λατρείαν τού Δωδωναίου Διός.
⇒ Κατά την άλλην (από τους ιερείς τής Δωδώνης, τής Έλλας) δύο γραίαι (Πέλειαι ή Πελειάδες ή Πλειάδες ή Πελιάδες) αρπαγείσαι από τας Θήβας τας Βοιωτικάς υπό τών Φοινίκων, καθιέρωσαν τας ανωτέρω λατρείας εν Λιβύη και Δωδώνη.


· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν
Η ύπαρξις των ισοψηφούντων τύπων «Πλειάδες και Πελιάδες» [βλέπε: και ανωτέρω], αρρήκτως συνδεδεμένων μετά του Μαντείου τής Δωδώνης (Ελλάς) και των λατρευτικών διαδικασιών του, εν τή αυτή ισοψήφω ομάδι 335, μετά του «Κάδμος», δεν αφήνει καμμίαν αμφιβολίαν περί τού ότι ο Ελλός (ή Σελλός) εχρησμοδότει μέσω τών Πελιάδων, αίτινες ήσαν είτε πτηνά (μέλαιναι περιστεραί) είτε ιέρειαι (γραίαι).
Σημείωσις
Το «Ελλός» έχει αποτελέσει αφετηρίαν διά μίαν ετυμολόγησιν του «Έλλην» (Αριστοτέλης).

· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν
Το διαλεκτικόν στοιχείον «αριστολύρης» (=1419), συνδεόμενον μετά του αντιστοίχου «Κάδμος»(=335), επιβεβαιοί την Ελληνικήν Μυθολογίαν κατά την οποίαν ο Κάδμος ήτο ή εχαρακτηρίζετο ως αριστολύρης (άριστος χειριστής της λύρας).
Ο χαρακτηρισμός είναι συνεπής , αφού σύζυγός του ήτο η Αρμονία, προσωποποίησις της αρμονίας των όντων, γενικώς, όπως ελέχθη προηγουμένως. Η αρμονία και εις την μουσικήν απετέλει θεμέλιον στοιχείον, ιδίως εις τους αρχαίους Έλληνας [βλέπε: και σελ. 141, 142, 149 - 151].

Σημείωσις
Αλλά και το κύριον όνομα Ιλλυριός - όπως έχω δείξει εν τή προγουμένη παραγράφω - σχετίζεται αμέσως μετά της λύρας, της μουσικής και της αρμονίας.
[τέλος σημειώσεως].

· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν
Η διαλεκτική σχέσις των ονομάτων «αριστολύρης» (=1419) και «χελωνόστρακον» (=2296) επιβεβαιώνει την αρχαίαν πληροφορίαν ότι αι πρώται λύραι κατεσκευάζοντο εξ οστράκου χελώνης. Η μεγάλη και μάλλον αποκλειστική χρήσις του χελωνοστράκου διά κατασκευήν λυρών υποκατέστησε το ίδιον το όνομα «λύρα» διά του ονόματος «χελώνη» υπό τον τύπον «χέλυς» (χελώνη) [βλέπε: Λεξικόν Κωνσταντινίδη, χέλυς].

Παρατήρησις
Ο λεξάριθμος του ονόματος εν τώ πληθυντικώ αριθμώ, «λύραι», είναι 541, διαφέρων μίαν μονάδα από τον λεξάριθμον 542, στοιχείον τής εξεταζομένης γνωμονικής ακολουθίας.
Κατά την Λεξαριθμικήν Θεωρίαν αι ισόψηφοι ομάδες 541 και 542 συνεξετάζονται: Εν τή ελαχίστη περιπτώσει, το «λύραι» δύναται να γραφή «αλύραι» (ο λεξάριθμος τώρα είναι 542), εντασσόμενον εν τή ισοψήφω ομάδι 542 και επομένως εν τή εξεταζομένη γνωμονική ακολουθία. Εν τή παρούση περιπτώσει το «α» (=1) θεωρείται αθροιστικόν, συνεπαγόμενον την ταύτισιν των σημασιών «αλύραι» και «λύραι».

· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν
Τέλος, τα διαλεκτικά στοιχεία «Κάδμος» (=335) και «οφιοειδής» (=877) επαληθεύει την πληροφορίαν, κατά την οποίαν ο Κάδμος και η Αρμονία απεχώρησαν εκ Θηβών ή εγκατέλειψαν αυτάς προς μετάβασιν ή εγκατάστασιν εις την χώραν των Ιλλυριών και Εγχελέων υπό μορφήν όφεων.
[βλέπε: και εν τοις προηγουμένοις, σελ. 140, 142, 149, 150].

Πορίσματα εκ τής 2ας γνωμονικής ακολουθίας
· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν
Η οφιοειδής μορφή τού Κάδμου και της Αρμονίας, αποχωρησάντων εκ τών Θηβών ή εγκαταλειψάντων αυτάς - ως ελέχθη - επαναλαμβάνεται κι’ εδώ εις το όνομα «δράκιος», δυνάμενον να θεωρηθή επίθετον τού «δράκος» (ο ανήκων ή αναφερόμενος εις τον δράκον, μέγαν όφιν, χερσαίον ή θαλάσσιον ή ποταμήσιον, πιθανώς εις τον πύθωνα).

Σημείωσις
Το κύριον όνομα «Δράκιος» αναφέρεται και εις τον αρχηγόν τών Επειών (Ήλις, Ηλεία, Πελοπόννησος), όστις μετά τού Μέγητος και Αμφίωνος έλαβον μέρος εν τώ Τρωικώ Πολέμω.
Βεβαίως δεν πρόκειται διά τον ημίθεον Αμφίονα (υιόν τού Διός και της Αντιόπης), έναν εκ τών μεγαλυτέρων μυθικών κιθαρωδών (λυρωδών), τον κτίσαντα τας Θήβας τή βοηθεία τής μουσικής [βλέπε: και εν τοις προηγουμένοις, σελ. 151], αλλά διά κάποιον απόγονον, σχετιζόμενον με τας Θήβας και τον Ορχομενόν (π.χ., είς Αμφίων υπήρξεν βασιλεύς τού Ορχομενού, υιός τού Αμφίονος και της Νιόβης, ταυτιζόμενος πιθανώς μετά τού Αμφίονος των Θηβών).
Η σχέσις όμως τού Δράκιος (=335) κι’ ενός Αμφίονος με την Ήλιδα (Ηλείαν Πελοποννήσου) διαφαίνεται εν τή διαλεκτική σχέσει τού πρώτου μετά του κυρίου ονόματος «Οπούντιοι» (= 1060): κάτοικοι της πόλεως Οπούντος εν Ήλιδι και Λοκρίδι). Επί πλέον, Οπούς (γεν. Οπούντος) ήτο και υιός τού Διός και της Πρωτογενείας, βασιλεύς τών Επειών Ήλιδος (Ηλείας).
Η σχέσις αυτή ενισχύεται και εκ τού διαλεκτικού στοιχείου «Μέλανθος (=405)». Ο Μέλανθος, υιός τού Νηλέως, υπήρξε βασιλεύς τής Ήλιδος (Ηλείας).
Οπωσδήποτε - άνευ περαιτέρω αναλύσεως, διότι δεν ενδιαφέρει εν τώ παρόντι - πρέπει να υπήρξε και ανήρ Δράκιος», σχετιζόμενος με τον Κάδμον, αφού αμφότερα τα κύρια ονόματα ανήκουν εν τή αυτή ισοψήφω ομάδι. [βλέπε: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, Δράκιος, Αμφίων].

· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν
Η διαλεκτική σχέσις τών κυρίων ονομάτων Ελλός (=335), ενάρθρως, και Τόμουροι ή Τομούροι (=1060), επανεπιβεβαιώνει την μυθολογικήν αλλά και ιστορικήν παρουσίαν τού Ελλού (ή Σελλού) εν τώ Δωδωναίω Μαντείω τής Ηπείρου (εν τή Έλλα ή Ελλά), αφού «Τόμουροι ή Τομούροι (εκ τού όρους τής Θεσπρωτίας εν Ηπείρω, Τομάρου ή Τομόρου) ήσαν οι ιερείς αυτού τού Μαντείου».

Παρατήρησις
Φαίνεται ότι αι ιέρειαι (Πέλειαι, Πελιάδες, Πελιάδες, Πελειάδες) τής μυθολογικής εποχής αντικατεστάθησαν υπό ιερέων (τών Τομούρων) αργότερον, θεσμού συνεχισθέντος και κατά την ιστορικήν περίοδον.

· Νέον πόρισμα μή δημοσιευθέν
Επαναλαμβάνεται η άρρηκτος σχέσις τού Κάδμος (=405) μετά της μουσικής εν τοις διαλεκτικοίς στοιχείοις ιμαοιδός (=405), λυροποιικός (=1060),τρισκαιδέχορδος (=1715):

Διευκρινήσεις
à ιμαοιδός ïιμαωδός ï ιμαίος, ωδή ï ο άδων τον ιμαίον, ανήκοντα ειςτην άντλησιν τού ύδατος.
à λυροποιικός ï λύρα, ποιείν ï ο ανήκων εις την κατασκευήν λυρών.
à τρισκαιδέχορδος ïτρις και δέκα χορδαί ï όργανον (λύρα συνισταμένη εκ δεκατριών χορδών: Η πρώτη λύρα (Ερμής, τεσσάρας χορδάς, Αμφίων, επτά χορδάς).
Σημείωσις
Υφίσταται και η εκδοχή κατά την οποίαν η πρώτη λύρα εξ χελύου, κατασκευασθείσα υπό του Ερμού, είχε επτά χορδάς .
[βλέπε: εν τή προηγουμένη παραγράφω].
[βλέπε: και σελ. 150].

Γενεαλογικοί πρόγονοι των Μακεδόνων
Ιστορική θέσις

Κατά τους συντάκτας τής «Ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους» (εκδόσεως Εκδοτικής Αθηνών) «η ιστορία τών Μακεδόνων αρχίζει κατά το 700 π.Χ. στην Ορεστίνδα, που την μοιράζονταν μέ ένα ελληνικό φύλο, τους Ορέστας. 

Στην ίδια περιοχή τοποθετείται από την παράδοση η κοιτίς τής βασιλικής δυναστείας τών Μακεδόνων που φέρει δύο ονόματα: Αργεάδαι και Τημενίδαι. Το πρώτο από αυτά μπορεί να σημαίνη καταγωγή από έναν Αργέα , άγνωστον στην παράδοση, ή από έναν Αργαίο, οπότε θα πρόκειται μάλλον για τον Αργαίο Α΄ (652 - 621 π.Χ) παρά γιά παλαιότερο που λανθάνει. Το δεύτερο δυναστικό όνομα το έφεραν επίσης οι ηγεμόνες τών ιστορικών Αργείων, από τον Ηρακλείδη Τήμενο, αρχηγό τών Δωριέων που κατέλαβαν το Άργος. Αυτή η ομωνυμία έδωσε λαβή στη διαμόρφωση της παραδόσεως ότι οι Τημενίδες τών Μακεδόνων κατάγονταν από το πελοποννησιακό Άργος. 
Η μόνη λογική εξήγηση της συμπτώσεως των δύο δυναστικών ονομάτων είναι ότι το όνομα Τήμενος είναι μακεδονικό και ότι έφθασε στους Ηρακλείδες τού Άργους διά μέσου τών Μακεδνών που έγιναν υπήκοοι των Ηρακλειδών στην Κεντρική Στερεά και απετέλεσαν ένα από τα συστατικά στοιχεία τών Δωριέων.
 Άλλα στοιχεία μακεδονικής καταγωγής, θρησκευτικού χαρακτήρος, επανεμφανίζονται στη δωρική Σπάρτη».
[βλέπε: Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, έκδοσις Εκδοτικής Αθηνών τόμος Β΄, σελ. 237 - 239].

Σχόλιον
Η λογική εξήγησις των συντακτών, αναφορικώς με την σύμπτωσιν του δυναστικού ονόματος, γίνεται αποδεκτή μεν, εξαρτάται δε εκ της κατευθύνσεως της πρώτης κινήσεως: Δι’ αυτούς η πρώτη κίνησις είναι εκ της Βορείου Ελλάδος προς την Νοτίαν Ελλάδα, ταυτιζομένη μετά της «καθόδου τών ελληνικών φύλων» και διαμορφώσεως της Ελληνικής Φυλής. Υφίσταται όμως και δευτέρα κίνησις, εκ τού Νότου προς Βορράν, λόγω επισυμβασών μεγάλων καταστροφών, οπότε η πρώτη κίνησις (η τών συντακτών) έγινε κίνησις επιστροφής, όταν αι συνθήκαι το επέτρεψαν.
Εν τή περιπτώση ταύτη, το όνομα «Τημενίδης» (Τημενίδαι) εδημιουργήθη εν Άργει (και γενικώς εν Πελοποννήσω) πολύ πρίν από το 2200 π.χ. βεβαίως, ακολούθως μετεφέρθη εν τή Βορειοδυτική Ελλάδι από τους πρόσφυγας και απετέλεσεν συν τώ χρόνω έν εκ τών δυναστικών ονομάτων τού Μακεδονικού βασιλικού οίκου [τέλος σχολίου].

Η ανωτέρω μακεδονική γενεαλογία προέρχεται από τον Ηρόδοτον και Θουκυδίδην. Συνεχίζει «Η Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους»: «Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης γνώρισαν μακεδονική γενεαλογία, η οποία τοποθετούσε επικεφαλής τής Δυναστείας τών Αργεαδών ή Τημενιδών τον Περδίκα Α΄, πατέρα τού Αργαίου.
Αλλά από τον Δ΄ αιώνα π.Χ και έπειτα αναφέρονται βασιλείς τών Μακεδόνων αρχαιότεροι από τον Περδίκα: Κάρανος, Κοίνος, Τυρίμμας. Ο τελευταίος λεγόταν πατέρας τού Περδίκα».

[βλέπε: ομοίως, εν τοις επομένοις].

Εις όλα τα Ελληνικά Λεξικά και εις όλας σχεδόν τας εγκυκλοπαιδείας, εκ τών τριών ανωτέρω δημιουργών τών βασιλικών γενών τών Μακεδόνων, ο Κάρ(ρ)ανος αποτελεί την κοινήν παραδοχήν, φερόμενος, ως ελέχθη, ως ο μυθικός πρόγονος των Μακεδόνων. Εξηγήθη προηγουμένως [βλέπε: σελ. 72, 137, 165] ότι το όνομα αρχικώς είχε δύο ρ και πρέπει να προέρχεται ή παράγεται από το «κοίρανος». Άλλωστε αναφέρεται κύριον όνομα Κοίρανος [βλέπε: Λεξικόν Σταματάκου], αποδιδόμενον εις: (1) επίσημον πρόσωπον εκ Λυκίας (2) τον πατέρα τού περιφήμου μάντεως εκ Κορίνθου, Πολύϊδον και (3) κ.α. Υπάρχει επίσης [ίδιον Λεξικόν] και κύριον όνομα Κοιρανίδας (ανήκων εις τον Κοίρανον, απόγονος αυτού, ο υιός τού Κοιράνου, ο Πολύϊδος).
Συγχρόνως ο Κάρ(ρ)ανος - ως ελέχθη - θεωρείται είς τών απογόνων τού Ηρακλέους. Επομένως το γενεαλογικόν δένδρον τού Μακεδόνος, ως επωνύμου και γενάρχου τών Μακεδόνων, αρχίζει και φαίνεται, έστω αμυδρώς. Απομένει να δειχθή ότι ο Κάρ(ρ)ανος είναι πράγματι είς Ηρακλείδης, εις τών Ηρακλειδών.
Πραγματικώς ο Ηρακλής συνδέεται λεξαριθμικώς με τον Κάρρανον, ως δεικνύει η ακόλουθος ισοψηφία:

Ο70 Η8Ρ100Α1Κ20Λ30Ε5Η8Σ200 = 70+8+100+1+20+30+5+8+200 = 442
Κ20Α1Ρ100Α1Ν50Ο70Σ200 = 20+1+100+1+50+70+200 = 442

ΚΑΡΑΝΟΣ = Ο ΗΡΑΚΛΕΗΣ =442


Παρατήρησις
Παρατηρεί τις ότι δεν χρησιμοποιείται το σύνηθες όνομα «Ηρακλής» (συνηρημένη μορφή) αλλά το «Ηρακλέης», το οποίον αποτελεί την ασυναίρητον μορφήν. Είναι γενικώς παραδεκτόν ότι αι ασυναίρητοι μορφαί είναι παλαιότεροι των συνηρημένων. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν δύναται να χρησιμοποιείται και η συνηρημένη μορφή ενός ονόματος γενικώς (λέξεως). Εν τή Λεξαριθμική Θεωρία χρησιμοποιούνται όλαι αι μορφαί ή όλοι οι τύποι μιάς λέξεως, οίτινες δημιουργούνται συναρτήσει τού χρόνου και του τόπου (όπου ομιλείται η Ελληνική Γλώσσα), υπό το όνομα «διαλεκτικοί» - κατά την κλασικήν ετυμολογίαν. Έκαστος τύπος λειτουργεί συμπληρωματικώς, αναφορικώς με τας λαμβανομένας πληροφορίας, αφορώσας εις την κοσμικήν σημασίαν τού ονόματος (τής λέξεως).
Εν τή παρούση λεξαριθμική ισότητι το κύριον όνομα Κάρ(ρ)ανος συναντάται με έν ρ. Το γεγονός αυτό δεικνύει διά μίαν ακόμη φοράν ότι και οι δύο τύποι εντάσσονται αρμονικώς εν τή δομή τής Ελληνικής Γλώσσης, αφού ικανοποιούν και την Ελληνικήν Μυθολογίαν και την Ελληνικήν Ιστορίαν [τέλος παρατηρήσεως].
Εν τή λεξαριθμική ισότητι, το μεν «Κάρ(ρ)ανος» είναι άναρθρον (άνευ άρθρου), το δε «Ηρακλέης» έναρθρον (μετά τού άρθρου του). Η διαφορά εξηγείται εν τή Λεξαριθμική Θεωρία: Το άρθρον φέρει το όν εν τώ Γίγνεσθαι και ακολούθως εν τώ Κόσμω, ενώ η άναρθρος μορφή τού ονόματος δεικνύει ότι το όν ευρίσκεται εν τώ Είναι και δεν έχει αρχίσει ακόμη η κίνησις προς διαμόρφωσίν του.
[βλέπε: σελ. 22, 23, 43, το άρθρον, 55].

Πρακτικώς και εν τή παρούση περιπτώσει ειδικωτέρως, η ύπαρξις του άρθρου δηλοί ότι η μορφή τού Ηρακλέους είναι ενεργός, έχει εκδηλωθή και επομένως ευρίσκεται εν τώ Γίγνεσθαι, δηλαδή η ισοψηφία αναφέρεται εις τους απογόνους τού Ηρακλέους, είς τών οποίων ήτο και ο Κάρ(ρ)ανος.
Το γενεαλογικόν δένδρον τού Μακεδόνος, ως γενάρχου και επωνύμου τών Μακεδόνων, ανήκει εν τώ γενικώ γενεαλογικώ δένδρω τού Άργους (Ίναχος, Μελία ή Αργεία), διέρχεται διά τής Ιούς (Ιώ, Ζεύς), πορεύεται προς τον Δαναόν (Δαναός, Ευρώπη) και φθάνει εις τον Ακρίσιον (Ακρίσιος, Ευρυδίκη), όπου διασπάται εις δύο επί μέρους και κυρίους κλάδους. Ο είς κλάδος διά τής Δανάης (Δανάη, Ζεύς) θα δημιουργήση τον Περσέα, και τους Περσίδας εκ τού ζεύγους (Περσεύς, Ανδρομέδα), ακολούθως διά της Αλκμήνης (Αλκμήνη, Ζεύς) θα δημιουργήση τον Ηρακλήν και τους Ηρακλείδας (Ύλλος, Κλεοδαίος, Αριστόμαχος, Τήμενος, …, Κάρρανος, …, Μακεδών).
Ο άλλος κλάδος, διερχόμενος διά τού Οινομάου και Πέλοπος εν διαδοχή, θα φθάση εις τον Ατρέα (Ατρεύς, Αερόπη), πατέρα τού Αγαμέμνονος, όστις μετά τής Κλυταιμνήστρας (Αγαμέμνων, Κλυταιμνύστρα) θα δημιουργήση τους Αγαμεμνονίδας, οίτινες περατούνται με τον Τισαμενόν.
Το ούτω διαγραφόμενον μερικόν γενεαλογικόν δένδρον τού Μακεδόνος, ανήκον εις το γενικόν τού Άργους, απεικονίζεται κατωτέρω:


 alt


alt


ΚΟΣΜΑΣ ΜΙΛΤ. ΜΑΡΚΑΤΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ (ΤΕΙ)
Παλαιολόγου 9 - 412 23 Λάρισα
Τηλ: 6974 31 91 31
Η.Δ: kmmarkat@otenet.gr
Ιστοσελίς: www.hellenes-markatos.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου